Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Ασκητήριο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού.


Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός είναι ένας από τους ποιητές και υμνογράφους της Αγίας μας Εκκλησίας. Κατεβαίνοντας μέσα στο ασκητήριο του, απορεί κανείς πως μέσα σε αυτόν τον τόσο μικρό χώρο μπορούσε να γράψει όλα εκείνα τα καταπληκτικά τροπάρια.

Μεταφραση

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Βιβλίο: Ἔκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως.


                          ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ


                     Βιβλίο: Ἔκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως.
 
Απόδοση εις την νέα  ελληνική: Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης. 

ΚΕΦ. 1 Ότι το θείο είναι ακατάληπτο


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
 Ἔκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 

Απόδοση εις την νέα ελληνική: Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης. 

Ότι το θείο είναι ακατάληπτο και ότι δεν πρέπει να ερευνά κανείς και να περιεργάζεται αυτά που δεν μας έχουν παραδοθεί από τους αγίους προφήτες και αποστόλους και ευαγγελιστές. 

 «Τον Θεό ποτέ κανείς δεν τον είδε. Ο μονογενής του Υιός, που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα του, αυτός μας τον γνώρισε».

Το θείο λοιπόν είναι άρρητο και ακατάληπτο. «Διότι κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά μόνον ο Υιός· ούτε τον Υιό γνωρίζει κανείς παρά μόνον ο Πατέρας».

Και το άγιο Πνεύμα επίσης γνωρίζει τα του Θεού, όπως το πνεύμα του ανθρώπου γνωρίζει τα του ανθρώπου.

Και μετά την πρώτη εκείνη και μακάρια φύση του Αγίου Πνεύματος κανείς ποτέ δεν γνώρισε το Θεό, παρά μόνον εκείνος στον οποίο ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε· κανένας από τους ανθρώπους δεν τον γνώρισε ούτε από τις υπερκόσμιες δυνάμεις, ακόμη, νομίζω, και αυτά τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ.

Αλλά ο Θεός δεν μας άφησε σε τέλεια άγνοια.
Διότι η γνώση της υπάρξεως του Θεού έχει εκ φύσεως δοθεί σε όλους μας.
Ακόμη και η ίδια η κτίση και η συνοχή και η διακυβέρνησή της διακηρύσσει το μεγαλείο της φύσεως του Θεού.
Μας φανέρωσε, όσο είναι δυνατόν, τη γνώση του εαυτού Του πρώτα με το νόμο και τους προφήτες και έπειτα με τον μονογενή Υιό του, τον Κύριο και Θεό μας, Σωτήρα Ιησού Χριστό.

Όλα, λοιπόν, που μας έχει παραδώσει ο νόμος, οι προφήτες, οι απόστολοι και οι ευαγγελιστές τα αποδεχόμαστε, τα γνωρίζουμε και τα σεβόμαστε και δεν ζητάμε τίποτε περισσότερο απ’ αυτά.

Διότι ο Θεός είναι αγαθός και μας παρέχει όλα τα αγαθά.
Δεν πέφτει ούτε σε ζήλεια ούτε σε κάποιο άλλο πάθος· διότι ο φθόνος είναι μακριά από τη θεία φύση, η οποία είναι απαθής και μόνη αγαθή.

Επειδή λοιπόν γνωρίζει τα πάντα και προνοεί για το συμφέρον του καθένα, αποκάλυψε σε μας αυτό που μας συνέφερε να γνωρίζουμε, ενώ αποσιώπησε αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε.

Ας αρκεσθούμε και μείνουμε σ’ αυτά, χωρίς να μετακινούμε τα αιώνια σύνορα και χωρίς να παραβαίνουμε τη θεία παράδοση.

ΚΕΦ. 2 Γι’ αυτά που είναι δυνατόν να λεχθούν και γι’ αυτά που είναι άρρητα, και για όσα μπορεί να είναι γνωστά και όσα άγνωστα.

Γι’ αυτά που είναι δυνατόν να λεχθούν και γι’ αυτά που είναι άρρητα, και για όσα μπορεί να είναι γνωστά και όσα άγνωστα.

Αυτός που θέλει να ομιλεί ή ν’ ακούει για το Θεό πρέπει να γνωρίζει καλά ότι όσα αναφέρονται στο Θεό καθ’ εαυτόν και όσα στο έργο της οικονομίας Του, ούτε όλα αποσιωπώνται ούτε όλα λέγονται· ούτε όλα είναι άγνωστα ούτε όλα γνωστά. Και άλλο είναι αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό και άλλο αυτό που μπορεί να λεχθεί, όπως άλλο είναι το να ομιλεί κανείς και άλλο το να γνωρίζει κάτι. Πολλά λοιπόν που αντιλαμβανόμαστε ατελώς με το νου για το Θεό δεν μπορούμε να τα διατυπώσουμε κατάλληλα, αλλά αναγκαζόμαστε με δικές εκφράσεις να ομιλούμε γι’ αυτά που είναι πάνω από μας (θεία)· έτσι αποδίδουμε στο Θεό ύπνο, οργή, αμέλεια, χέρια, πόδια και τα όμοια. Γνωρίζουμε και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι χωρίς αρχή και τέλος, αιώνιος, παντοτινός, αδημιούργητος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος, απλός, ασύνθετος, ασώματος, αόρατος, αψηλάφητος, απερίγραπτος, άπειρος, απεριόριστος, ακατάληπτος, αχώρητος στο νου, αγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, δημιουργός όλων των κτισμάτων, παντοκράτορας, παντεπόπτης, προνοητής όλων, εξουσιαστής και κριτής. Γνωρίζουμε επίσης και ομολογούμε ότι ο Θεός είναι ένας, δηλαδή μία ουσία· αποκαλύπτεται και υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, εννοώ του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και ακόμη ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι σε όλα ένα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση. Γνωρίζουμε ακόμη και ομολογούμε ότι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός ο ίδιος, από τη μεγάλη του ευσπλαγχνία και για τη δική μας σωτηρία, με την καλή θέληση του Πατέρα του και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος, συνελήφθη ασπόρως και γεννήθηκε από την αγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος· έγινε απ’ αυτήν τέλειος άνθρωπος. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο ίδιος είναι συγχρόνως και τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος· έχει δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη· υπάρχει σε δύο φύσεις που έχουν νου, θέληση, ενέργεια και αυτεξούσιο· και για να το πω μ’ ένα λόγο, είναι με δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, που είναι τέλειες όσον αφορά τα γνωρίσματα που αρμόζουν στην καθεμία και αποτελούν μία σύνθετη υπόσταση. Διότι η Αγία Γραφή και όλη η χορεία των Αγίων μαρτυρεί ότι και πείνασε και δίψασε και κουράστηκε και σταυρώθηκε και δοκίμασε το θάνατο και την ταφή, αλλά αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και αναλήφθηκε στους ουρανούς, απ’ όπου ήλθε πάλι σε μας και θα μας έλθει αργότερα. Αγνοούμε όμως και δεν μπορούμε να πούμε ποιά είναι η ουσία του Θεού ή πώς είναι πανταχού παρών ή πώς γεννήθηκε Θεός από Θεό και έχει εκπορευθεί ή πώς ταπείνωσε τον εαυτό του ο μονογενής Υιός και Θεός και έγινε άνθρωπος από παρθένο, αφού κυοφορήθηκε με άλλο τρόπο πέρα από τον φυσικό, ή πώς περπατούσε πάνω στα νερά χωρίς να βραχούν τα πόδια του. Δεν μπορούμε, λοιπόν, ούτε να πούμε ούτε να εννοήσουμε κάτι άλλο απ’ αυτά που μας έχουν αποκαλυφθεί με Πνεύμα Θεού από τα ιερά λόγια της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία και έχουν λεχθεί και έχουν αποκαλυφθεί.

ΚΕΦ. 3 Απόδειξη ότι υπάρχει Θεός.

Απόδειξη ότι υπάρχει Θεός. 

 Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι υπάρχει Θεός, ούτε αυτοί που δέχονται την Αγία Γραφή -εννοώ και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη-, αλλά ούτε και οι περισσότεροι από τους Έλληνες (συγγραφείς).

Διότι, όπως είπαμε, η γνώση του Θεού έχει από τη φύση της σπαρεί μέσα μας.

Επειδή όμως η κακία του πονηρού επικράτησε πάρα πολύ στη ζωή των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να οδηγήσει ορισμένους στο πλέον παράλογο και χειρότερο απ’ όλα τα κακά βάραθρο της απώλειας: να λένε δηλαδή ότι δεν υπάρχει Θεός· την αφροσύνη τους την περιγράφει ο προφήτης Δαβίδ λέγοντας: «Είπε ο άφρων με τη σκέψη του· δεν υπάρχει Θεός».

Οι μαθητές μάλιστα και απόστολοι του Κυρίου, αφού έγιναν σοφοί από το Πανάγιο Πνεύμα και με τη δύναμη και τη χάρη του έκαναν θεία σημεία, αιχμαλώτισαν τους ανθρώπους με τα δίχτυα των θαυμάτων και τους ανέσυραν από το σκοτάδι της άγνοιας στο φως της θείας γνώσεως.

Το ίδιο και οι διάδοχοι τους στη χάρη και την αξία, οι πατέρες και δάσκαλοι, αφού δέχθηκαν τη φωτιστική χάρη του Αγίου Πνεύματος, φώτιζαν αυτούς που βρίσκονταν στην άγνοια και επανέφεραν στην αλήθεια τους πλανεμένους με τη δύναμη των θαυμάτων και με τα λόγια της χάριτος.

Εμείς όμως, οι οποίοι δεν αποκτήσαμε ούτε το χάρισμα των θαυμάτων ούτε αυτό της διδασκαλίας -διότι γίναμε ανάξιοι εξαιτίας της προσκολλήσεώς μας στις ηδονές- ας αναπτύξουμε λίγα από εκείνα που μας έχουν παραδώσει οι ερμηνευτές της θείας χάριτος για το θέμα αυτό, αφού ζητήσουμε τη βοήθεια του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Όλα τα όντα είναι ή κτιστά ή άκτιστα. Εάν βέβαια είναι κτιστά, σίγουρα είναι και μεταβλητά. Διότι, εκείνα τα οποία άρχισαν την ύπαρξή τους με τη μεταβολή, αυτά σίγουρα θα υπόκεινται στη μεταβολή ή με φυσική φθορά ή με θεληματική αλλοίωση. Εάν όμως είναι άκτιστα, σύμφωνα με λογική ακολουθία, θα είναι οπωσδήποτε και αμετάβλητα.

Διότι αυτά που έχουν το είναι αντίθετο, αντίθετο έχουν και τον τρόπο υπάρξεως, δηλαδή τις ιδιότητες. Ποιός, λοιπόν, δεν θα συμφωνήσει ότι όλα τα όντα, όσα υποπίπτουν στις αισθήσεις μας, ακόμη και οι άγγελοι, μεταβάλλονται και αλλοιώνονται και με ποικίλους τρόπους κινούνται;

Διότι τα νοητά όντα –εννοώ τους αγγέλους, τις ψυχές και τους δαίμονες- κινούνται προαιρετικά είτε στην πρόοδο του καλού είτε στην απομάκρυνση απ’ αυτό, η οποία άλλοτε αυξάνει κι άλλοτε ελαττώνεται. Τα υπόλοιπα όμως όντα μεταβάλλονται με τη γέννηση, τη φθορά, την αύξηση και τη μείωση, με τη μεταβολή στην ποιότητα και την κίνηση στο χώρο. Όντας λοιπόν μεταβλητά, είναι σίγουρα και κτιστά. Και εφόσον είναι κτιστά, είναι βέβαιο ότι από κάποιον δημιουργήθηκαν. Πρέπει όμως ο δημιουργός να είναι άκτιστος· εάν κι εκείνος δημιουργήθηκε, από κάποιον δημιουργήθηκε, έως ότου φθάσουμε σε κάποιο ον άκτιστο. Όντας λοιπόν άκτιστος ο δημιουργός, οπωσδήποτε είναι και αμετάβλητος. Αυτό το άκτιστο ον τί άλλο θα είναι παρά ο Θεός; Η συνοχή, η συντήρηση και η διακυβέρνηση της κτίσεως μας διδάσκει ότι υπάρχει Θεός, ο οποίος δημιούργησε το σύμπαν, το συγκρατεί, το συντηρεί και πάντοτε προνοεί γι’ αυτό. Διότι, πώς είναι δυνατόν αντίθετα στοιχεία της φύσεως, όπως η φωτιά και το νερό, ο αέρας και η γη, εάν δεν τα συνέχει μια πανίσχυρη δύναμη που τα κρατά αδιάσπαστα πάντοτε, να ενώνονται μεταξύ τους για ν’ αποτελέσουν μια αρμονία και να μείνουν αδιάλυτα; Ποιά δύναμη είναι αυτή που έφερε την τάξη στα ουράνια και τα επίγεια, σε όσα πετούν στον αέρα και όσα είναι μέσα στο νερό, και κυρίως σε όσα υπήρχαν πριν απ’ αυτά, δηλαδή τον ουρανό, τη γη, τον αέρα και στη φύση της φωτιάς και του νερού; Ποιός τα ανέμιξε και τα διαίρεσε; Ποιά δύναμη τα έθεσε σε κίνηση και κατευθύνει την αδιάκοπη και ανεμπόδιστη κίνησή τους; Άραγε δεν είναι ο δημιουργός τους που τους έδωσε τον προορισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο το καθένα κινείται και κατευθύνεται; Ποιός είναι ο δημιουργός τους; Δεν είναι αυτός που τα κατασκεύασε και τα έφερε στην ύπαρξη; Διότι δεν θα θεωρήσουμε ότι η τύχη έχει τέτοια δύναμη. Κι έστω ότι δημιουργήθηκαν από τύχη. Τίνος έργο είναι η τάξη τους; Τίνος έργο είναι η διατήρηση και η διαφύλαξή τους, σύμφωνα με τον αρχικό προορισμό τους; Εννοείται κάποιου άλλου και όχι της τύχης. Κι τί είναι αυτό το άλλο παρά ο Θεός;

ΚΕΦ. 4 Για το τί είναι ο Θεός;

Για το τί είναι ο Θεός; 

Ότι δηλαδή είναι ακατάληπτος. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι υπάρχει Θεός. Αλλά είναι τελείως ακατάληπτο και άγνωστο τί είναι στην ουσία και τη φύση του. Επίσης, είναι φανερό ότι είναι ασώματος. Διότι, πώς είναι δυνατόν ο άπειρος (Θεός), ο αόριστος, ο ασχημάτιστος, ο αψηλάφητος, ο αόρατος, ο απλός και ασύνθετος να είναι σώμα; Κι αν μπορεί να περιγραφεί και να πάθει, πώς μπορεί να είναι και αμετάβλητος; Και αυτό που αποτελείται από στοιχεία και διαλύεται σ’ αυτά, πώς θα είναι και απαθές. Διότι η σύνθεση είναι αιτία διαμάχης, η διαμάχη χωρισμού και ο χωρισμός αιτία της διασπάσεως. Και η διάσπαση είναι τελείως ξένη προς το Θεό. Πώς όμως θα έχει ισχύ ο λόγος της Γραφής «ότι ο Θεός είναι μέσα σ’ όλα και όλα τα γεμίζει». «Λέει ο Κύριος: δεν είμαι εγώ που γεμίζω όλο τον ουρανό και τη γη;». Διότι είναι αδύνατο το σώμα να περνά μέσα από σώματα χωρίς να τα τέμνει ούτε το ίδιο να τέμνεται ή να συντίθεται και να αντιπαρατίθεται, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα υγρά που αναμειγνύονται και αποτελούν ένα κράμα. Και εάν πάλι ορισμένοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει άυλο σώμα, όπως αυτό που οι Έλληνες σοφοί το ονομάζουν πέμπτο σώμα -πράγμα που είναι αδύνατο-, σίγουρα όμως αυτό θα κινείται όπως ο ουρανός. Διότι αυτός είναι το πέμπτο σώμα. Και ποιός είναι αυτός που το κινεί; Διότι καθετί που κινείται, από άλλον κινείται. Και εκείνον ποιός τον κινεί; Κι έτσι θα πάμε ως το άπειρο, έως ότου φθάσουμε σε κάτι ακίνητο. Αυτό είναι το πρώτο ακίνητο που κινεί, και είναι το θείον. Και πώς πάλι αυτό που κινείται δεν περιορίζεται σε τόπο; Επομένως, μόνο το θείον είναι ακίνητο και κινεί με την ακινησία του τα πάντα. Γι’ αυτό πρέπει να θεωρήσουμε το θείο ασώματο. Αλλά ούτε αυτό (η ακινησία) μπορεί να παραστήσει την ουσία του, όπως ούτε η έννοια αγέννητος, άναρχος, αναλλοίωτος, άφθαρτος και όσα λέγονται για το Θεό ή σχετικά με το Θεό. Διότι αυτά δεν φανερώνουν τί είναι ο Θεός, αλλά τί δεν είναι. Πρέπει βέβαια αυτός που θέλει να ορίσει την ουσία κάποιου όντος να πει τί είναι, και όχι τί δεν είναι. Όμως, για το Θεό είναι αδύνατο να πούμε τί είναι στην ουσία του. Είναι περισσότερο εύκολο να μιλήσουμε με την αφαίρεση όλων των ιδιωμάτων του· επειδή δεν ταυτίζεται με κανένα από τα όντα· όχι ότι τάχα δεν υπάρχει, αλλά διότι ξεπερνά όλα τα όντα και αυτήν ακόμη την έννοια της υπάρξεως. Διότι, αν στα όντα ανήκουν οι γνώσεις, αυτό που ξεπερνά τη γνώση είναι και πάνω από την ουσία· και το αντίστροφο, αυτό που είναι πάνω από την ουσία, είναι και πάνω από τη γνώση. Επομένως, το θείο είναι απεριόριστο και ακατάληπτο· το μόνο που καταλαβαίνουμε γι’ αυτό είναι το απεριόριστο και ακατάληπτό του. Και όσα λέμε καταφατικά για το Θεό, δεν φανερώνουν τη φύση του, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν. Η έννοια αγαθός, δίκαιος, σοφός κι ό, τι άλλο πούμε, δεν αναφέρονται στη φύση του Θεού αλλά στα σχετικά μ’ αυτήν. Υπάρχουν και ορισμένες καταφατικές έννοιες που λέγονται για το Θεό με καθαρή αρνητική έννοια· π.χ. λέγοντας σκοτάδι για το Θεό, δεν εννοούμε σκοτάδι, αλλά ότι δεν υπάρχει φώς που ξεπερνά το δικό Του φως· και λέγοντας φως, εννοούμε ότι δεν είναι σκοτάδι.

ΚΕΦ. 5 Απόδειξη, ότι ένας είναι ο Θεός και όχι πολλοί.

Απόδειξη, ότι ένας είναι ο Θεός και όχι πολλοί.

 Αποδείξαμε ικανοποιητικά ότι υπάρχει ο Θεός και ότι η ουσία του είναι ακατάληπτη. Επίσης, όσοι πιστεύουν στην Αγία Γραφή, δεν αμφισβητούν ότι ο Θεός είναι ένας και όχι πολλοί. Διότι το λέει ο Κύριος στην αρχή του Νόμου (στο Μωυσή): «Εγώ είμαι ο Κύριος και Θεός σου που σ’ έβγαλα από τη γη της Αιγύπτου. Δεν θα λατρεύεις άλλους θεούς εκτός από μένα». Και πάλι λέει: «Άκουσε, λαέ του Ισραήλ· ο Κύριος και Θεός σου είναι ένας». Το λέει και με τον προφήτη Ησαΐα: «Εγώ είμαι ο πρώτος Θεός, εγώ και ο μετέπειτα και κανένας άλλος εκτός από μένα. Δεν υπήρξε άλλος Θεός πριν από μένα, ούτε θα υπάρξει μετά και εκτός από μένα». Και στα ιερά Ευαγγέλια ο Κύριος λέει τα εξής προς τον Πατέρα: «Αυτή είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίσουν εσένα, το μοναδικό αληθινό Θεό». Με όσους, όμως, δεν πιστεύουν στην Αγία Γραφή, θα συζητήσουμε ως εξής. Το θείο είναι τέλειο και δεν του λείπει τίποτε ούτε στην αγαθωσύνη ούτε στη σοφία και τη δύναμη· είναι χωρίς αρχή και τέλος, αιώνιο, απεριόριστο και γενικά τέλειο σε όλα. Εάν, λοιπόν, παραδεχθούμε πολλούς θεούς, υποχρεωτικά δεχόμαστε διαφορά ανάμεσα στους πολλούς. Κι αν δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ τους, τότε ο Θεός είναι ένας και όχι πολλοί. Αν πάλι υπάρχει διαφορά, πού είναι η τελειότητα; Διότι, αν υστερεί από την τελειότητα σε κάτι, είτε στην αγαθοσύνη ή τη δύναμη ή τη σοφία ή το χρόνο ή τον τόπο, τότε δεν μπορεί να είναι Θεός. Η ταύτιση όμως σε όλα αποδεικνύει ότι ο Θεός είναι μάλλον ένας και όχι πολλοί. Κι αν μάλιστα είναι πολλοί, πώς θα διατηρηθεί το απεριόριστο; Διότι όπου θα είναι ο ένας, δεν θα βρίσκεται ο άλλος. Και πώς οι πολλοί θεοί θα διευθύνουν τον κόσμο και δεν θα τον διαλύσουν και καταστρέψουν, εφόσον θα έχουν πόλεμο μεταξύ τους οι κυβερνήτες; Διότι η διαφορά οδηγεί στην έχθρα. Κι αν κάποιος υποστηρίξει ότι ο καθένας κυβερνά ένα μέρος του κόσμου, ποιός είναι αυτός που έβαλε αυτή την τάξη και έκανε τη διανομή; Εκείνος θα είναι ασφαλώς ο Θεός. Επομένως, ένας είναι ο Θεός, τέλειος, απεριόριστος, δημιουργός, προνοητής και κυβερνήτης του σύμπαντος, πριν και πάνω απ’ όλα τέλειος. Επιπλέον, αποτελεί και φυσικό νόμο, η μονάδα να είναι η βάση της δυάδος.

ΚΕΦ. 6 Για το Λόγο του Θεού.

Για το Λόγο του Θεού. 

Αυτός λοιπόν ο ένας και μοναδικός Θεός δεν είναι άλογος. Εφόσον έχει Λόγο, δεν θα είναι χωρίς υπόσταση, ούτε θα έχει αρχή και τέλος η ύπαρξή του. Διότι, δεν υπήρχε χρόνος, που να μην υπήρχε ο Θεός Λόγος. (Ο Θεός) έχει πάντοτε το Λόγο του, γεννημένο απ’ Αυτόν· δεν είναι ανυπόστατος και σκορπισμένος στον αέρα όπως ο δικός μας λόγος, αλλά είναι ενυπόστατος, ζωντανός, τέλειος. Δεν προχωρεί έξω απ’ Αυτόν, αλλά είναι πάντοτε ενωμένος μαζί του. Διότι, πού θα είναι, αν βγει έξω απ’ Αυτόν; Επειδή, δηλαδή, η δική μας φύση είναι θνητή και φθαρτή, γι’ αυτό και ο λόγος μας είναι ανυπόστατος. Ο Θεός όμως, επειδή είναι αιώνιος και τέλειος, θα έχει και το Λόγο του τέλειο και ενυπόστατο, αιώνιο, ζωντανό και κάτοχο όλων όσων κατέχει και ο γεννήτοράς του. Διότι, όπως ακριβώς ο δικός μας λόγος προέρχεται από το νου αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα μ’ αυτόν και ούτε είναι σε όλα διαφορετικός —διότι, αν και προέρχεται από το νου είναι κάτι άλλο απ’ αυτόν· και παρόλο που φανερώνει το νου, δεν είναι σε όλα διαφορετικός από το νου· αλλά, όντας κατά τη φύση όμοιος, είναι διαφορετικός στην υπόσταση— έτσι και ο Λόγος του Θεού, με τη δική του υπόσταση είναι διαφορετικός μ’ Εκείνον (γεννήτορα), από τον οποίο έλαβε την υπόσταση· επειδή όμως δείχνει τα ίδια που βλέπουμε στο Θεό (Πατέρα), είναι ο ίδιος στη φύση μ’ εκείνον. Διότι, όπως βλέπουμε τον Πατέρα να είναι τέλειος σε όλα, το ίδιο βλέπουμε και στο Λόγο που γεννήθηκε απ’ Αυτόν.

ΚΕΦ. 7 Λογική απόδειξη για το Άγιο Πνεύμα.

Λογική απόδειξη για το Άγιο Πνεύμα. 

Πρέπει, επίσης, ο Λόγος να έχει και Πνεύμα. Ακόμη και ο δικός μας λόγος δεν στερείται πνεύμα. Σε μας, όμως, το πνεύμα είναι ξένο στη φύση μας· διότι πρόκειται για εισπνοή και κίνηση του αέρα, ο οποίος εισέρχεται και διασκορπίζεται στο σώμα, για να του δώσει ζωή. Αυτό, στη διάρκεια της ομιλίας, γίνεται φωνή του λόγου, που φανερώνει μέσα της τη δύναμη του λόγου. Στη θεία όμως φύση, που είναι απλή και ασύνθετη, πρέπει να ομολογήσουμε με σεβασμό ότι υπάρχει το Πνεύμα του Θεού. Διότι ο Λόγος του Θεού δεν είναι πιο ελλιπής από το δικό μας λόγο· και δεν είναι ευσεβές να θεωρούμε ότι το Πνεύμα εισέρχεται στο Θεό απέξω σαν κάτι το ξένο, όπως συμβαίνει σε μας που είμαστε σύνθετοι. Αλλά, όπως ακριβώς όταν ακούσαμε για το Λόγο του Θεού, δεν τον θεωρήσαμε χωρίς υπόσταση ούτε ότι είναι αποτέλεσμα της μαθήσεως ή προφέρεται με φωνή και διασκορπίζεται στον αέρα και χάνεται, αλλά θεωρήσαμε ότι υφίσταται με ουσία, ελεύθερη βούληση, ενέργεια και παντοδυναμία· έτσι, όταν μάθαμε και για το Πνεύμα του Θεού, το οποίο συμμαρτυρεί για το Λόγο και φανερώνει την ενέργειά του, δεν το θεωρήσαμε σαν κάποια πνοή χωρίς υπόσταση —διότι έτσι εξευτελίζουμε τη μεγαλοπρέπεια της θείας φύσεως, εφόσον θεωρούμε το Πνεύμα του Θεού σχεδόν όμοιο με το δικό μας πνεύμα. Αντίθετα, το θεωρήσαμε δύναμη με ουσία, που έχει δική της ιδιαίτερη υπόσταση· προέρχεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στο Λόγο, τον οποίο και αποκαλύπτει. Δεν είναι δυνατόν να χωριστεί από το Θεό στον οποίο κατοικεί, ούτε από το Λόγο τον οποίο συνοδεύει· ούτε βαδίζει προς την ανυπαρξία, αλλά είναι υποστατική δύναμη όμοια με το Λόγο, ζωντανή, με θέληση, αυτοκινούμενη και ενεργητική· επιθυμεί πάντοτε το αγαθό και η δύναμή της συνοδεύει τη θέληση για κάθε καλό σκοπό· δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Διότι ποτέ ο Λόγος δεν απουσίασε από τον Πατέρα ούτε το Πνεύμα από το Λόγο. Έτσι, από τη μια, με την ενότητα της φύσεως, εξαφανίζεται η πλάνη της πολυθεΐας των Ελλήνων, κι από την άλλη, με την ομολογία της υπάρξεως του Λόγου και του Πνεύματος, ανατρέπεται η πίστη των Ιουδαίων. Και από τις δύο αιρετικές αποκλίσεις παραμένει η ωφέλεια: από την ιουδαϊκή αντίληψη έχουμε την ενότητα της ουσίας, ενώ από την ελληνική τη διάκριση των υποστάσεων. Εάν όμως οι Ιουδαίοι έχουν αντίρρηση στην παραδοχή της υπάρξεως του Λόγου και του Πνεύματος, η Αγία Γραφή θα τους ελέγξει και αποστομώσει. Διότι για το Λόγο λέει ο Δαβίδ: «Ο Λόγος σου, Κύριε, θα μένει αιώνια στον ουρανό». Και αλλού πάλι λέει: «Έστειλε το Λόγο του και τους θεράπευσε». Αν πρόκειται για λόγο προφορικό, αυτός ούτε αποστέλλεται ούτε μένει αιώνια. Ο ίδιος ο Δαβίδ ομιλεί και για το Πνεύμα: «Θα στείλεις το Πνεύμα σου και θα δημιουργηθούν»· και αλλού πάλι λέει: «Οι ουρανοί σχηματίσθηκαν με το Λόγο του Κυρίου· όλη η δύναμή τους είναι στο Πνεύμα του στόματός του». Ο Ιώβ, επίσης, λέει: «Με δημιούργησε το θείο Πνεύμα και με συγκρατεί η πνοή του παντοκράτορα». Και το Πνεύμα που αποστέλλεται, δημιουργεί, σταθεροποιεί και συγκρατεί δεν είναι ένας αέρας που χάνεται, όπως και το στόμα δεν είναι μέλος του σώματος του Θεού· διότι και τα δύο πρέπει να τα εννοήσουμε με θεοπρεπή τρόπο.

ΚΕΦ. 8 Για την Αγία Τριάδα

Για την Αγία Τριάδα 

Γι’ αυτό πιστεύουμε σ’ ένα Θεό, τον πρωταρχικό αίτιο, τον αδημιούργητο, αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιο, άπειρο, απερίγραπτο, απεριόριστο, παντοδύναμο, απλό, ασύνθετο, ασώματο, αμετάβλητο, απαθή, άτρεπτο, αναλλοίωτο, αόρατο· σ’ Αυτόν που είναι πηγή αγαθότητος και δικαιοσύνης, νοερό φως και απρόσιτο, δύναμη που ξεπερνά κάθε μέτρο και μετριέται μόνο με το δικό της θέλημα —διότι κατορθώνει όλα όσα θέλει—· σ’ Αυτόν που δημιουργεί όλα τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, που όλα τα συνέχει, τα συντηρεί και τα προνοεί· εξουσιάζει, κυβερνά και βασιλεύει πάνω σ’ όλα, με βασιλεία ατέλεστη και αθάνατη, στην οποία τίποτε δεν αντιστέκεται· όλα τα γεμίζει και από τίποτε δεν περιέχεται, και μάλλον η ίδια περικλείει τα σύμπαντα, τα συγκρατεί και είναι ανώτερη απ’ αυτά. (Πιστεύουμε σε μία δύναμη) που με άσπιλο τρόπο ζωογονεί όλα τα όντα και είναι πάνω απ’ αυτά· ξεχωρίζει από κάθε ον, επειδή είναι υπερούσια ουσία, ανώτερη από τα κτίσματα, υπέρθεη, υπεράγαθη, υπερπλήρης· που ορίζει όλες τις αρχές και εξουσίες και βρίσκεται πάνω από κάθε αρχή και εξουσία, πάνω από κάθε ουσία, ζωή, λόγο και νόημα· είναι η ίδια το φως, η ίδια η αγαθοσύνη, η ίδια η ζωή, η ίδια η ουσία, διότι δεν δεν έχει την ύπαρξη από άλλον ή από κάποιο υπάρχον ον, αλλά η ίδια είναι η αιτία της υπάρξεως, η ζωή των ζώντων, ο λόγος όσων έχουν λογική, η αιτία κάθε καλού για όλα. Τα γνωρίζει όλα προτού δημιουργηθούν. Είναι μία ουσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία αρχή, μία εξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, την οποία γνωρίζουμε σε τρεις τέλειες υποστάσεις και την προσκυνάμε με μία συγχρόνως προσκύνηση· κάθε λογική ύπαρξη της δημιουργίας πιστεύει και λατρεύει (τις τρεις υποστάσεις) που είναι ενωμένες ασύγχυτα και διακρίνονται αχώριστα. Αυτό είναι το παράδοξο (για τη λογική). (Πιστεύουμε) στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, που στο όνομά τους έχουμε βαπτισθεί. Διότι ο Κύριος στους αποστόλους αυτή την εντολή έδωσε, όταν βαπτίζουν. Είπε, «να βαπτίζουν αυτούς στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». (Πιστεύουμε) σ’ ένα Πατέρα, τη δημιουργική αρχή και αιτία όλων, ο οποίος δεν γεννήθηκε από κάποιον, αλλά είναι ο μόνος χωρίς αρχική αιτία και αγέννητος· που είναι δημιουργός όλων, αλλά κατά φύσιν Πατέρας μόνον του μονογενή Υιού του, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ο οποίος και εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα. Πιστεύουμε και σ’ ένα Υιό, μονογενή υιό του Θεού (Πατέρα), τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν απ’ όλους τους αιώνες, φως (ο Υιός) από το φως (του Πατέρα), αληθινός Θεός από αληθινό Θεό, που γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, ομοούσιος με τον Πατέρα, και ο οποίος δημιούργησε τα πάντα. Λέγοντας «προ πάντων των αιώνων» δείχνουμε ότι η γέννησή του είναι άχρονη και άναρχη. Διότι ο Υιός του Θεού δεν προήλθε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, καθώς είναι η ακτινοβολία της θείας δόξης, ο τύπος της υποστάσεως του Πατέρα, η ζωντανή σοφία και δύναμη, ο ενυπόστατος λόγος, η τέλεια και ζωντανή εικόνα της ουσίας του αόρατου Θεού· ήταν πάντοτε με τον Πατέρα στους κόλπους του και γεννήθηκε απ’ Αυτόν προαιωνίως και χωρίς αρχή. Δεν υπήρχε χρόνος που ο Πατέρας ήταν χωρίς τον Υιό, αλλά ο Πατέρας και ο Υιός, που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, υπήρχαν συγχρόνως· διότι χωρίς Υιό, δεν καλείται Πατέρας. Εάν δεν είχε Υιό, δεν θα ήταν Πατέρας· κι αν απόκτησε κατόπιν Υιό, έγινε Πατέρας μετά τη γέννηση, χωρίς να είναι πριν απ’ αυτήν· και μεταβλήθηκε από το να μην είναι Πατέρας στην κατάσταση να γίνει Πατέρας, το οποίο είναι χειρότερο από κάθε βλασφημία. Διότι είναι αδύνατο να πούμε για τον Πατέρα ότι δεν έχει τη φυσική γονιμότητα· και η γονιμότητα έχει την ιδιότητα να γεννά όμοιο απόγονο από την ίδια φύση. Για τη γέννηση του Υιού είναι ασέβεια να λέμε ότι μεσολάβησε χρονικό διάστημα και ότι ο Υιός γεννήθηκε χρονικά μετά τον Πατέρα. Διότι ισχυριζόμαστε ότι η γέννηση του Υιού είναι από την ουσία του Πατέρα. Και αν δεν δεχθούμε ότι ο Υιός από την αρχή συνυπήρχε με τον Πατέρα, από τον οποίο και γεννήθηκε, θεσμοθετούμε μεταβολή στην υπόσταση του Πατέρα· ότι, δηλαδή, δεν ήταν στην αρχή Πατέρας αλλά έγινε κατόπιν. Μπορεί βέβαια η κτίση να έγινε μετέπειτα, αλλά δεν προήλθε από την ουσία του Πατέρα, εφόσον δημιουργήθηκε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με τη θέληση και τη δύναμή Του· έτσι αυτό δεν σημαίνει μεταβολή στη φύση του Θεού. Διότι, γέννηση σημαίνει προέλευση του γεννημένου από την ουσία του γεννήτορα και ομοιότητα στην ουσία· αντίθετα, πλάση και δημιουργία σημαίνει ότι το δημιούργημα είναι απέξω και όχι από την ουσία του δημιουργού και παντελώς ανόμοιο. Για το Θεό όμως, ο οποίος είναι ο μόνος απαθής, αναλλοίωτος, αμετάβλητος και παραμένει αιώνια στην ίδια κατάσταση, και η γέννηση και η δημιουργία είναι απαθείς ιδιότητες. Αφού, σαν απλός και ασύνθετος, είναι από τη φύση του απαθής και αμετάβλητος· δεν είναι στη φύση του να υφίσταται πάθος ή μεταβολή, ούτε όταν γεννά ούτε όταν δημιουργεί, και δεν χρειάζεται βοήθεια από κανέναν. Η γέννησή του είναι χωρίς αρχή και αιώνια, επειδή είναι έργο της φύσεως και προέρχεται από την ουσία του· έτσι ο γεννήτορας δεν υφίσταται μεταβολή· δεν υπάρχει προηγούμενος και επόμενος Θεός, ώστε να δεχθεί προσθήκη. Η κτίση, όντας έργο της θελήσεως του Θεού, δεν έχει την ίδια ουσία με το Θεό, επειδή αυτό που προέρχεται από το μηδέν δεν γίνεται να είναι σύγχρονο με το άναρχο και αιώνιο. Όπως λοιπόν ο άνθρωπος και ο Θεός δεν δημιουργούν με ίδιο τρόπο —διότι ο άνθρωπος τίποτε δεν δημιουργεί από το μηδέν, αλλά ό,τι φτιάχνει, το κάνει από προϋπάρχουσα ύλη· και το κάνει όχι μόνο επειδή το θέλησε, αλλά και αφού σκέφτηκε και σχεδίασε πρώτα στο νου του το μελλούμενο να γίνει· έπειτα το δουλεύει με τα χέρια και υπομένει κόπο και κούραση· και πολλές φορές απέτυχε, διότι δεν έγινε το έργο του όπως το θέλει· αντίθετα ο Θεός, μόνο με τη θέλησή του τα δημιούργησε όλα από το μηδέν στην ύπαρξη— έτσι, λοιπόν, δεν δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο ο Θεός και ο άνθρωπος. Διότι ο Θεός, όντας έξω από το χρόνο και χωρίς αρχή, απαθής, αμετάβλητος, ασώματος, μόνος και αιώνιος, γεννά εκτός χρόνου και χωρίς αρχή, απαθώς και χωρίς μεταβολή και δίχως συνεργασία. Μάλιστα, η ακατάληπτη γέννησή του δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Γεννά χωρίς αρχή, διότι είναι αμετάβλητος· γεννά χωρίς μεταβολή, διότι είναι απαθής και χωρίς σώμα· γεννά, επίσης, χωρίς συνεργασία, διότι είναι και πάλι ασώματος, ένας και μοναδικός Θεός, χωρίς να έχει την ανάγκη άλλου· και γεννά χωρίς τέλος και διακοπή, επειδή είναι άναρχος, άχρονος, αιώνιος και αμετάβλητος πάντοτε. Διότι το από τη φύση του χωρίς αρχή είναι και χωρίς τέλος, ενώ εκείνο που χαριστικά είναι χωρίς τέλος δεν είναι και οπωσδήποτε χωρίς αρχή, όπως συμβαίνει με τους αγγέλους. Ο αιώνιος, λοιπόν, Θεός γεννά χωρίς αρχή και τέλος το Λόγο του, που είναι τέλειος· έτσι ώστε να μη γεννά μέσα στο χρόνο ο Θεός, που έχει τη φύση και την ύπαρξή του πάνω από το χρόνο. Ενώ ο άνθρωπος είναι φανερό ότι γεννά με αντίθετο τρόπο, διότι και ο ίδιος γεννιέται και φθείρεται, είναι ρευστός και πολλαπλασιάζεται, έχει σώμα και διακρίνεται η φύση του σε αρσενικό και θηλυκό γένος. Διότι το αρσενικό γένος χρειάζεται τη βοήθεια του θηλυκού. Αλλά ας μας σπλαγχνισθεί ο Θεός ο οποίος είναι πέρα απ’ όλα και ξεπερνά κάθε έννοια και αντίληψη. Η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία διδάσκει ότι υπάρχει συγχρόνως ο Πατέρας και ο μονογενής του Υιός, ο οποίος γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός χρόνου, με τρόπο αμετάβλητο, απαθή και ακατάληπτο, όπως το γνωρίζει μόνον ο Θεός του σύμπαντος. Συμβαίνει το ίδιο με τη φωτιά, που υπάρχει ταυτόχρονα με το φως της, και όχι πρώτα η φωτιά και μετά το φως, αλλά ταυτόχρονα. Και όπως το φως προέρχεται από τη φωτιά και είναι πάντοτε μαζί της, χωρίς καθόλου να ξεχωρίζει, έτσι και ο Υιός γεννιέται από τον Πατέρα χωρίς καθόλου να χωρίζεται απ’ Αυτόν· αλλά πάντοτε είναι μαζί του. Το φως όμως, αν και προέρχεται χωρίς να ξεχωρίζει από τη φωτιά και μένει πάντοτε μαζί της, δεν έχει δική του ξεχωριστή ύπαρξη από τη φωτιά —διότι είναι φυσική ποιότητα της φωτιάς. Αντίθετα, ο μονογενής Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχώριστα και αδιάσπαστα από τον Πατέρα και μένει πάντοτε ενωμένος μαζί Του, έχει ιδιαίτερη υπόσταση απ’ αυτήν του Πατέρα. Ο Λόγος, λοιπόν, ονομάζεται και απαύγασμα (λάμψη) του Πατέρα, διότι γεννήθηκε απ’ Αυτόν χωρίς συνεργασία, με τρόπο απαθή, πέρα από το χρόνο, αμετάβλητο και αχώριστο. Ονομάζεται, επίσης, Υιός και χαρακτήρας της υποστάσεως του Πατέρα, επειδή είναι τέλειος, έχει δική του υπόσταση και είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας. Ονομάζεται μονογενής, διότι μόνος αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο. Καμιά άλλη γέννηση δεν εξομοιώνεται με τη γέννηση του Υιού του Θεού, ούτε υπάρχει άλλος Υιός του Θεού. Ακόμη και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, παρ’ όλα αυτά δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται. Αυτό αποτελεί άλλο τρόπο υπάρξεως, ακατάληπτο και άγνωστο, όπως και η γέννηση του Υιού. Γι’ αυτό το λόγο, όσα έχει ο Πατέρας, είναι και δικά του, εκτός από την αγεννησία, η οποία δεν σημαίνει διαφορά στην ουσία ή στο αξίωμα, αλλά στον τρόπο υπάρξεως. Όπως και ο Αδάμ που δεν γεννήθηκε (από άνθρωπο) διότι τον έπλασε ο Θεός, και ο Σήθ που γεννήθηκε αφού είναι παιδί του Αδάμ, και η Εύα που προήλθε από την πλευρά του Αδάμ καθώς δεν γεννήθηκε, όλοι αυτοί δεν διαφέρουν στη φύση μεταξύ τους –διότι όλοι είναι το ίδιο άνθρωποι–, αλλά διαφέρουν στον τρόπο της υπάρξεως. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η λέξη «αγένητο» που γράφεται με ένα «ν» σημαίνει το άκτιστο, δηλαδή το αδημιούργητο· ενώ η λέξη «αγέννητο» με δύο «ν» σημαίνει αυτό που δεν έχει γεννηθεί. Σύμφωνα με τη σημασία της πρώτης λέξεως διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι άλλη ουσία είναι το άκτιστο, δηλαδή το αγένητο μ’ ένα «ν», και άλλη το γεννητό, δηλαδή το κτιστό. Σύμφωνα όμως με τη δεύτερη σημασία της λέξεως δεν διαφέρει η μία ουσία από την άλλη· διότι η αρχική υπόσταση κάθε είδους ζώου είναι αγέννητη (μη δημιουργημένη), όχι αγένητη (άκτιστη). Διότι δημιουργήθηκαν και ήλθαν στην ύπαρξη από το δημιουργό Λόγο· και δεν δημιουργήθηκαν, επειδή δεν υπήρχε κάποιο άλλο όμοιο ον, από το οποίο να πλασθούν. Συνεπώς, με την πρώτη σημασία της λέξεως συμφωνούν οι τρεις υπέρθεες υποστάσεις της αγίας θεότητος· διότι είναι ομοούσιες και άκτιστες. Δεν συμφωνούν όμως καθόλου με τη σημασία της δεύτερης λέξεως. Διότι μόνον ο Πατέρας είναι αγέννητος· δεν προήλθε η ύπαρξή του από κάποια άλλη υπόσταση. Και μόνον ο Υιός είναι γεννητός· διότι έχει γεννηθεί χωρίς αρχή και τέλος από την ουσία του Πατέρα. Και μόνο το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό από την ουσία του Πατέρα, όχι γεννημένο αλλά εκπορευόμενο. Έτσι μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ενώ ο τρόπος και της γεννήσεως και της εκπορεύσεως παραμένει ακατάληπτος. Πρέπει να γνωρίζουμε και το εξής· η ιδιότητα της πατρότητας, της υιότητας και της εκπορεύσεως δεν μεταφέρθηκε στη μακαρία θεότητα από τη δική μας κατάσταση. Το αντίθετο· από εκεί έχει δοθεί σε μας, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Γι’ αυτό λυγίζω τα γόνατά μου μπροστά στον Πατέρα, από τον οποίο προέρχεται κάθε πατρότητα και στον ουρανό και στη γη». Αν μάλιστα λέμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική αιτία του Υιού και μεγαλύτερος, δεν εννοούμε ότι Αυτός προηγείται από τον Υιό στο χρόνο και τη φύση, διότι «μ’ αυτόν (τον Υιό) κατασκεύασε το σύμπαν». Ούτε εννοούμε ότι προηγείται σε κάτι άλλο, παρά μόνο στην αιτία· δηλαδή, ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα και όχι ο Πατέρας από τον Υιό· ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού στην ουσία, όπως η φωτιά δεν προέρχεται από το φως, αλλά μάλλον το φως από τη φωτιά. Όταν, λοιπόν, ακούσουμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχική ουσία του Υιού και μεγαλύτερός του, ας εννοήσουμε ότι είναι στην αιτία. Και όπως δεν λέμε ότι είναι από άλλη ουσία η φωτιά και από άλλη το φως, έτσι δεν είναι δυνατόν να πούμε ότι ο Πατέρας είναι από άλλη ουσία και από άλλη ο Υιός, αλλά είναι από τη μία και ίδια ουσία. Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει με το φως που βγαίνει απ’ αυτήν, και δεν θεωρούμε το φως που πηγάζει από τη φωτιά ως υπηρετικό όργανό της, αλλά μάλλον ως φυσική της ιδιότητα, έτσι λέμε ότι ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα κάνει με το μονογενή του Υιό, ο οποίος δεν λειτουργεί ως υπηρετικό όργανο, αλλά ως φυσική και ενυπόστατη δύναμη (του Πατέρα). Και όπως λέμε ότι η φωτιά φωτίζει και ότι το φως της φωτιάς επίσης φωτίζει, κατά τον ίδιο τρόπο «όλα, όσα κάνει ο Πατέρας, τα ίδια κάνει και ο Υιός». Αλλά, ενώ το φως δεν έχει ιδιαίτερη υπόσταση από τη φωτιά, ο Υιός αποτελεί τέλεια υπόσταση και είναι αχώριστος από την υπόσταση του Πατέρα, όπως το αποδείξαμε παραπάνω. Διότι είναι αδύνατο να βρεθεί στην κτίση εικόνα που να φανερώνει απαράλλακτα με το περιεχόμενό της την κατάσταση της Αγίας Τριάδος. Διότι, πώς το κτιστό και σύνθετο, το μεταβλητό και τρεπτό, το περιορισμένο και σχηματισμένο και φθαρτό, είναι δυνατόν να φανερώσει τη θεία ουσία που είναι απαλλαγμένη απ’ όλα αυτά; Είναι μάλιστα φανερό ότι όλη η κτίση είναι δέσμια στα περισσότερα απ’ αυτά και ότι στη φύση της εξουσιάζεται από τη φθορά. Πιστεύουμε, επίσης, και στο ένα Άγιο Πνεύμα, το Κύριο και ζωοποιό, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό· το προσκυνάμε και το δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό επειδή είναι ομοούσιο και συναιώνιο. Είναι το Πνεύμα του Θεού, το ευθές, που εξουσιάζει το νου, πηγή ζωής και αγιασμού, που συνυπάρχει και το επικαλούμαστε μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό· που είναι άκτιστο, πλήρες, δημιουργικό, κυριαρχικό, πανδημιουργικό, παντοδύναμο και απειροδύναμο· που κυριαρχεί σ’ όλη την κτίση χωρίς να διευθύνεται από κανένα, γεμίζει χωρίς να το γεμίζουν, μετέχουν σ’ αυτό και δεν μετέχει το ίδιο, αγιάζει και δεν αγιάζεται, και παρηγορεί διότι δέχεται τις παρακλήσεις όλων· είναι σ’ όλα όμοιο με τον Πατέρα και τον Υιό, εκπορεύεται από τον Πατέρα, μεταδίδεται μέσω του Υιού και το δέχεται όλη η κτίση. Μ’ αυτό δημιουργείται και λαμβάνουν ουσία τα σύμπαντα, τα αγιάζει και τα συγκρατεί· είναι ενυπόστατο, έχει δηλαδή δική του υπόσταση, αχώριστο και συνδεδεμένο με τον Πατέρα και τον Υιό· τα έχει όλα, όσα έχει και ο Πατέρας και ο Υιός, εκτός από την ιδιότητα του αγέννητου και του γεννητού. Διότι ο Πατέρας είναι αναίτιος και αγέννητος, επειδή δεν προήλθε από κανέναν· έχει την ύπαρξη από τον εαυτό του και, ό,τι έχει, δεν το έχει από άλλον· αυτός μάλιστα είναι η αρχή και η αιτία της φυσικής υπάρξεως όλων των όντων. Ο Υιός πάλι προέρχεται με γέννηση από τον Πατέρα· και το Άγιο Πνεύμα πάλι από τον Πατέρα, όχι όμως με γέννηση αλλά με εκπόρευση. Ήδη μάθαμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ γεννήσεως και εκπορεύσεως· ποιός όμως είναι ακριβώς ο τρόπος της διαφοράς, δεν το ξέρουμε καθόλου. Το ίδιο δεν γνωρίζουμε τί είδους είναι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα και τί η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Όλα, λοιπόν, όσα έχει ο Υιός, τα έχει και το Πνεύμα από τον Πατέρα· έχει και την ίδια την ύπαρξη. Κι αν δεν υπάρχει ο Πατέρας, δεν υπάρχει ούτε ο Υιός ούτε και το Πνεύμα. Κι αν ο Πατέρας δεν έχει κάτι, δεν το έχει ούτε ο Υιός, ούτε και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας, υπάρχουν ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα ο Υιός και το Πνεύμα έχουν όλα όσα έχουν· δηλαδή τα έχουν, επειδή τα έχει ο Πατέρας, εκτός από την ιδιότητα της αγεννησίας, της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Διότι, οι άγιες τρεις υποστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σ’ αυτές τις υποστατικές ιδιότητες· δεν διαφέρουν στην ουσία, αλλά διαιρούνται αχώριστα από την ιδιαιτερότητα της καθεμιάς υποστάσεως. Ισχυριζόμαστε, επίσης, ότι καθένα από τα τρία πρόσωπα έχει τέλεια υπόσταση, για να μη δεχθούμε ως τέλεια μια σύνθετη φύση που αποτελείται από τρεις ατελείς υποστάσεις· αλλά να γνωρίσουμε στις τρεις τέλειες υποστάσεις μία απλή ουσία με άπειρη και προαιώνια τελειότητα. Διότι, καθετί που αποτελείται από ατελή μέρη είναι οπωσδήποτε σύνθετο, ενώ είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Γι’ αυτό λέμε ότι η ουσία δεν αποτελείται από υποστάσεις αλλά υπάρχει σε υποστάσεις. Και ονομάσαμε ατελή αυτά που δεν διατηρούν τη μορφή του αντικειμένου που αποτελείται απ’ αυτά. Η πέτρα, για παράδειγμα, το ξύλο, το σίδερο, το καθένα είναι ξεχωριστά τέλειο στην ιδιαίτερη φύση του· όσον αφορά όμως το σπίτι που χτίζεται απ’ αυτά, το καθένα είναι ατελές· διότι κανένα απ’ αυτά από μόνο του δεν είναι σπίτι. Λέμε, λοιπόν, ότι οι υποστάσεις είναι τέλειες, για να μη νομίσουμε ότι η θεία φύση είναι σύνθετη· «διότι η σύνθεση αποτελεί αιτία διαχωρισμού». Και πάλι λέμε ότι οι τρεις υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, για να μη εισάγουμε πλήθος και όμιλο θεών. Με τις τρεις υποστάσεις εννοούμε το ασύνθετο και ασύγχυτο, ενώ με το ομοούσιο και την αλληλοΰπαρξη των υποστάσεων και την ταύτιση του θελήματος, της ενέργειας, της δυνάμεως, της εξουσίας και της κινήσεως, για να το πως έτσι, γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αδιαίρετος και ένας. Ο Θεός πράγματι είναι ένας, ο Θεός Πατέρας, ο Λόγος και το Πνεύμα του. Και πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι άλλο πράγμα είναι η πραγματική θεώρηση, και άλλο θεώρηση με τη λογική και το νου. Στην περίπτωση των δημιουργημάτων, η διάκριση των υποστάσεων νοείται πραγματικά· διότι ο Πέτρος είναι στην πραγματικότητα ξεχωριστός από τον Παύλο. Αλλά, τα κοινά γνωρίσματα και η συγγένεια νοούνται με τη λογική και την αντίληψη. Διότι με το νου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πέτρος και ο Παύλος έχουν την ίδια, μία και κοινή φύση. Ο καθένας τους είναι θνητή λογική ύπαρξη και έχει σάρκα με ψυχή, που διαθέτει λογική και νου. Αυτή η κοινή φύση μπορεί να γίνει αντιληπτή με τη λογική. Και ούτε οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν. Διότι, η καθεμιά υφίσταται ιδιαιτέρως και χωριστά· υπάρχει, δηλαδή, μόνη της, και είναι πάρα πολλά αυτά που την διακρίνουν από την άλλη. Διαφέρουν μάλιστα στην απόσταση και στο χρόνο· ξεχωρίζουν επίσης, στη γνώμη, τη δύναμη και τη μορφή, δηλαδή στο σχήμα, τις συνήθειες, την ιδιοσυγκρασία, την αξία, το επάγγελμα και όλες τις ιδιότητες του χαρακτήρα. Περισσότερο όμως απ’ όλα διαφέρουν στο ότι ζουν χωριστά και όχι μαζί. Γι’ αυτό και λέμε, δύο, τρεις και πολλοί άνθρωποι. Και αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σ’ όλα τα κτίσματα. Αλλά, στην Αγία, υπερούσια, υπερβατική και ακατάληπτη Τριάδα παρατηρούμε το αντίθετο. Διότι εκεί η κοινωνία και η ενότητα νοούνται πραγματικά, επειδή υπάρχει το συναΐδιο, η ταυτότητα της ουσίας, της ενέργειας και θελήσεως, η συμφωνία της γνώμης, η ταύτιση της εξουσίας, της δυνάμεως και της καλωσύνης και η ενιαία εκδήλωση της κινήσεως· ας προσέξουμε, δεν είπα ομοιότητα αλλά (απόλυτη) ταύτιση. Διότι είναι μία ουσία, μία αγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ενέργεια, μία εξουσία· είναι μία και η ίδια κίνηση των τριών υποστάσεων, και όχι τρεις όμοιες μεταξύ τους. Διότι η καθεμία (υπόσταση) απ’ αυτές σχετίζεται με την άλλη όχι λιγότερο απ’ ότι με τον εαυτό της· δηλαδή, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα σε όλα, εκτός από την αγεννησία, τη γέννηση και την εκπόρευση· η διαίρεση όμως θεωρείται με το νου. Διότι γνωρίζουμε ένα Θεό· και μόνο στις ιδιότητες της πατρότητος, της υιότητος και της εκπορεύσεως εννοούμε τη διαφορά σχετικά με την αιτία, το αποτέλεσμα και την τελειότητα της υποστάσεως, δηλαδή όσον αφορά στον τρόπο της υπάρξεως. Διότι δεν μπορούμε να λέμε ότι ισχύει για τον απερίγραπτο Θεό τοπική απομάκρυνση όπως γίνεται σε μας –εφόσον οι υποστάσεις αλληλοϋπάρχουν, όχι για να συγχέονται, αλλά για ανήκει η μία στην άλλη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, που είπε: «Εγώ υπάρχω με τον Πατέρα, και ο Πατέρας με μένα»· ούτε μπορούμε να μιλάμε για διαφορά θελήσεως ή γνώμης ή ενέργειας ή δυνάμεως ή κάποιου άλλου, τα οποία προξενούν γενικά σε μας την πραγματική διαίρεση. Γι’ αυτό και δεν κάνουμε λόγο για τρεις θεούς, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, αλλά κυρίως για ένα Θεό, την Αγία Τριάδα, επειδή ο Υιός και το Πνεύμα αναφέρονται σε ένα αίτιο· δεν συνθέτουν ούτε συγχωνεύονται, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σαβέλλιου για συνένωση –διότι, όπως είπαμε, ενώνονται όχι για να συγχέονται, αλλά να αλληλοϋπάρχουν· και έχουν την αλληλοπεριχώρηση χωρίς καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη–· ούτε βγαίνουν έξω από την ουσία τους ούτε χωρίζονται, σύμφωνα με τη διαίρεση της διδαχής του Αρείου. Διότι, αν πρέπει να το πω με συντομία, η θεότητα –αν και χωρισμένη σε μέρη–είναι αδιαίρετη, σαν μια σύνθεση και συνένωση του φωτός σε τρεις ήλιους ενωμένους και αχώριστους μεταξύ τους. Όταν, λοιπόν, για να το πω έτσι, στρέψουμε την προσοχή μας στη θεότητα, στην πρώτη αιτία και μοναδική αρχή, στην ενότητα και ταυτότητα της θεότητος, στην κίνηση, τη βούληση και την ταυτότητα της ουσίας, της δυνάμεως, της ενέργειας και εξουσίας, ένα γίνεται αντιληπτό από τη φαντασία μας. Όταν πάλι στρέψουμε την προσοχή σ’ αυτά που υπάρχει η θεότητα, ή, για να το πω με μεγαλύτερη ακρίβεια, σ’ αυτά που αποτελούν τη θεότητα και σ’ αυτά που προήλθαν από την πρώτη αιτία προαιωνίως, με κοινή συμφωνία και χωρίς διαίρεση, εννοώ δηλαδή τις υποστάσεις του Υιού και του Πνεύματος, τότε τρία είναι αυτά που προσκυνάμε. Ένας είναι ο Πατέρας, ο Πατέρας που είναι άναρχος, δηλαδή χωρίς αιτία· διότι δεν τον δημιούργησε κάποιος. Ένας είναι ο Υιός, ο Υιός που δεν είναι χωρίς αρχή, δηλαδή έχει αιτία· διότι προέρχεται από τον Πατέρα. Αν όμως υπολογίσεις την αρχή με την έναρξη του χρόνου, τότε είναι και άναρχος· διότι αυτός δημιούργησε το χρόνο, και δεν υπόκειται στο χρόνο. Ένα είναι το Πνεύμα, το Άγιο Πνεύμα, που προέρχεται από τον Πατέρα, όχι ως υιός αλλά εκπορευόμενο. Ούτε ο Πατέρας χάνει την αγεννησία επειδή γέννησε, ούτε ο Υιός χάνει τη γέννηση επειδή προέρχεται από τον αγέννητο. Πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό; Ούτε το Πνεύμα μεταβάλλεται σε Πατέρα ή σε Υιό, επειδή εκπορεύεται και είναι Θεός· διότι η ιδιότητα μένει σταθερή. Και πώς θα μείνει σταθερή η ιδιότητα, όταν κινείται και μεταβάλλεται; Διότι, εάν ο Πατέρας είναι Υιός, δεν είναι κυριολεκτικά Πατέρας. Κι αν ο Υιός είναι Πατέρας, δεν είναι κυριολεκτικά Υιός· επειδή ένας είναι στην κυριολεξία ο Υιός και ένα το Άγιο Πνεύμα. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Πατέρα λέμε ότι δεν γεννήθηκε από κάποιον· λέμε όμως ότι αυτός είναι ο Πατέρας του Υιού. Για τον Υιό λέμε ότι δεν είναι ούτε ο αίτιος ούτε Πατέρας· λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και είναι Υιός του Πατέρα. Και για το Άγιο Πνεύμα πάλι λέμε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και το καλούμε Πνεύμα του Πατέρα. Και δεν λέμε ότι το Πνεύμα προέρχεται από τον Υιό· το ονομάζουμε Πνεύμα του Υιού· λέει ο θείος απόστολος: «εάν κάποιος δεν έχει το Πνεύμα του Χριστού, αυτός δεν ανήκει σ’ αυτόν». Ομολογούμε ότι με τον Υιό μας φανερώθηκε και μεταδόθηκε. Λέει ότι «Φύσησε» και είπε στους μαθητές του: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα». Όπως ακριβώς η ακτίνα και η λάμψη προέρχονται από τον ήλιο –διότι αυτός είναι η πηγή της ακτίνας και της λάμψεως–, και με την ακτίνα μας μεταδίδεται η λάμψη και αυτή είναι που μας φωτίζει και στην οποία μετέχουμε. Για τον Υιό, βέβαια, ούτε λέμε ότι είναι Υιός του Πνεύματος ούτε γεννήθηκε από το Πνεύμα.

ΚΕΦ. 9 Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό.

Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό. 

Το θείο είναι απλό και ασύνθετο. Ενώ αυτό που αποτελείται από πολλά και διάφορα στοιχεία είναι σύνθετο.

Εάν όμως θεωρήσουμε το άκτιστο, το άναρχο, το ασώματο, το αθάνατο, το αιώνιο, το αγαθό, το δημιουργικό και τα παρόμοια ως ουσιαστικές διαφορές για το Θεό, εφόσον αποτελείται από τόσα πολλά στοιχεία, δεν θα είναι απλός αλλά σύνθετος, πράγμα που συνιστά τη μεγαλύτερη ασέβεια.

Γι’ αυτό πρέπει να θεωρούμε ότι καθετί που λέγεται για το Θεό δεν δηλώνει τί είναι κατ’ ουσία ο Θεός, αλλά ή δείχνει τί δεν είναι, ή δηλώνει κάποια σχέση με κάτι αντίθετο, ή φανερώνει κάτι παρεπόμενο της φύσεως, ή δείχνει κάποια ενέργεια.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι το κυριότερο απ’ όλα τα λεγόμενα ονόματα για το Θεό είναι το όνομα «ο Ων», όπως το λέει ο ίδιος τη στιγμή που αποκρίνεται στο Μωϋσή πάνω στο βουνό: «Είπα στα παιδιά του Ισραήλ· μ’ έστειλε ο Ων».

Διότι περιέκλεισε στον εαυτό του να έχει όλη την ύπαρξη, σαν κάποιο άπειρο και απεριόριστο πέλαγος υπάρξεως.

Και όπως λέει ο άγιος Διονύσιος, το όνομα «αγαθός». Διότι δεν επιτρέπεται να πούμε για το Θεό ότι πρώτα υπάρχει και έπειτα είναι αγαθός.

Δεύτερο όνομα είναι το «Θεός», το οποίο προέρχεται ή από τη λέξη «θέειν»(=τρέχει), διότι περιτρέχει τα σύμπαντα, ή από τη λέξη «αίθειν», που σημαίει καίει –«διότι ο Θεός είναι φωτιά που όλα τα καίει», και μαζί κάθε κακία–, ή προέρχεται από τη φράση «βλέπει τα πάντα»· διότι είναι αλάθητος και όλα τα εποπτεύει.

Διότι τα είδε «όλα προτού να γίνουν», αφού τα είχε προαιώνια στο νου του· και το καθετί δημιουργήθηκε στον καθορισμένο χρόνο, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο της θελήσεώς του, το οποίο περιλαμβάνει τον προορισμό, την εικόνα και το παράδειγμα.

Το πρώτο, λοιπόν, όνομα εκφράζει την ίδια την ύπαρξη και τη φύση της, ενώ το δεύτερο εκφράζει την ενέργεια.

Τα ονόματα πάλι άναρχο, άφθαρτο και αγένητο, δηλαδή αδημιούργητο, ασώματο, αόρατο και τα παρόμοια, δηλώνουν τί δεν είναι· δηλαδή, ότι η ύπαρξή του δεν έχει αρχή, δεν φθείρεται, δεν έχει δημιουργηθεί, δεν είναι σώμα και δεν είναι ορατή.

Τα ονόματα πάλι αγαθός, δίκαιος, όσιος και τα όμοια έχουν σχέση με τη φύση (ουσία), αλλά δεν δηλώνουν την ίδια την ουσία.

Τα ονόματα Κύριος, βασιλεύς και τα όμοια δείχνουν τη σχέση μ’ αυτά που αντιδιαστέλλονται· διότι ονομάζεται Κύριος αυτών που τους κυριεύει, βασιλεύς αυτών που κυβερνά, δημιουργός αυτών δημιουργεί και ποιμένας αυτών που ποιμαίνει.

ΚΕΦ. 10 Για τη θεία ένωση και διάκριση.

Για τη θεία ένωση και διάκριση. 

 Όλα, λοιπόν, αυτά τα ονόματα πρέπει να τα θεωρήσουμε κοινά και τα ίδια για όλη τη θεότητα με απλότητα, χωρίς διαίρεση και ενωμένα· νοούμε χωριστά μόνο τα ονόματα Πατέρας, Υιός και Πνεύμα καθώς και τα αναίτιος, αιτιατός, αγέννητος, γεννητός, εκπορευτό, τα οποία δεν φανερώνουν την ουσία, αλλά τη σχέση μεταξύ τους και τον τρόπο της υπάρξεώς τους.

 Όταν, λοιπόν, τα γνωρίσουμε αυτά και μας οδηγήσουν προς τη θεία ουσία, δεν κατανοούμε την ίδια την ουσία, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν.
Όπως ακριβώς, εάν γνωρίσουμε ότι η ψυχή είναι χωρίς σώμα, μέγεθος και σχήμα, δεν σημαίνει ότι κατανοήσαμε αμέσως και την ουσία της·
το ίδιο και με το σώμα, εάν γνωρίσουμε ότι είναι λευκό ή μαύρο, δεν γνωρίσαμε την ουσία του, αλλά τα σχετικά μ’ αυτήν.

Η αληθινή διδασκαλία διδάσκει ότι το θείο είναι απλό και έχει μια απλή ενέργεια, που είναι αγαθή·
αυτή ενεργεί το καθετί σε όλα, όπως η ακτίνα του ήλιου, η οποία τα θερμαίνει όλα και ενεργεί στο καθένα ανάλογα με τη φυσική του διάθεση και τη δεκτική του ικανότητα·
διότι έχει λάβει αυτού του είδους την ενέργεια από το Θεό που το δημιούργησε.

Εξαιρούνται βέβαια όσα γεγονότα αναφέρονται στη θεία και φιλάνθρωπη ενσάρκωση του Λόγου του Θεού.

Διότι δεν είχαν συμμετάσχει σ’ αυτά με κανένα τρόπο ούτε ο Πατέρας ούτε το Πνεύμα, παρά μόνον με την καλή τους θέληση και την ανέκφραστη θαυματουργία, την οποία πραγματοποίησε για μας με την ενανθρώπησή του ο Λόγος του Θεού, σαν αναλλοίωτος Θεός και Υιός του Θεού.

ΚΕΦ. 11 Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό ανθρωποπαθώς.

Γι’ αυτά που λέγονται για το Θεό ανθρωποπαθώς.

 Επειδή όμως βρίσκουμε στην Αγία Γραφή να έχουν ειπωθεί πάρα πολλά για το Θεό με τρόπο ανθρωπομορφικό, πρέπει να γνωρίζουμε, εφόσον είμαστε άνθρωποι και έχουμε αυτή την παχιά σάρκα, ότι είναι αδύνατο να εννοήσουμε ή να μιλήσουμε για τις θείες, υψηλές και άϋλες ενέργειες της θεότητος, εάν δεν χρησιμοποιήσουμε ανάλογες σε μας εικόνες, τύπους και σύμβολα. Όσα, λοιπόν, λέμε με ανθρωπομορφικό τρόπο για το Θεό, τα λέμε με συμβολική σημασία, και έχουν κάποιο βαθύτερο νόημα· διότι το θείο είναι απλό και δεν παίρνει σχήματα. Λέγοντας μάτια, βλέφαρα και όραση του Θεού, ας εννοήσουμε συμβολικά την εποπτεία του πάνω σ’ όλα και το αλάθητο της γνώσεώς του· διότι μ’ αυτή την αίσθηση (της οράσεως) αποκτάμε πιο τέλεια γνώση και μάθηση. Λέγοντας αυτιά και ακοή, ας εννοήσουμε συμβολικά τη διάθεσή του να μας σπλαγχνιστεί και να δεχθεί τη δική μας δέηση· διότι κι εμείς μ’ αυτή την αίσθηση γινόμαστε ευδιάθετοι σ’ αυτούς που μας παρακαλούν και τους ακούμε με περισσότερο ενδιαφέρον. Όταν λέμε στόμα και ομιλία, να εννοήσουμε τη φανέρωση της θελήσεώς του, διότι και σε μας οι διαθέσεις της καρδιάς φανερώνονται με το στόμα και την ομιλία. Όταν λέμε φαγητό και πιοτό, ας εννοήσουμε τη δική μας συμμόρφωση στο θέλημά του· διότι κι εμείς με την αίσθηση της γεύσεως ικανοποιούμε την αναγκαία επιθυμία της φύσεώς μας. Όταν λέμε όσφρηση, ας εννοήσουμε την αποδοχή της σκέψεως και της αγάπης μας γι’ αυτόν, διότι κι εμείς μ’ αυτή την αίσθηση δεχόμαστε την ευωδία ευχάριστα. Λέγοντας πάλι πρόσωπο ας εννοήσουμε την απόδειξη και την εμφάνισή του με τα έργα του, διότι και η δική μας εμφάνιση γίνεται με το πρόσωπο. Λέγοντας χέρια, ας νοήσουμε την αποτελεσματικότητα της ενέργειάς του· κι εμείς τα πιο αναγκαία και σπουδαία τα πετυχαίνουμε με τα χέρια μας. Λέγοντας δεξί χέρι, ας εννοήσουμε τη βοήθειά του για να έλθουν όλα καλά· διότι κι εμείς χρησιμοποιούμε το δεξί χέρι για τα πιο αξιοπρεπή και δίκαια και που χρειάζονται μεγάλη δύναμη. Λέγοντας ψηλάφηση ας εννοήσουμε την πιο ακριβή και τέλεια γνώση και προσβολή των πιο λεπτών και κρυφών λογισμών· διότι και αυτούς που εμείς ψηλαφούμε δεν μπορούν να κρύψουν κάτι πάνω τους. Λέγοντας επίσης πόδια και βάδην εννοούμε τον ερχομό και την παρουσία του, για να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη ή ν’ αντιμετωπίσουν τους εχθρούς ή για κάποια άλλη πράξη· διότι και σε μας η άφιξη γίνεται με τη χρήση των ποδιών. Λέγοντας όρκο ας εννοήσουμε το αμετακίνητο της βουλής του, διότι κι εμείς με όρκο επιβεβαιώνουμε τις συμφωνίες μεταξύ μας. Οργή και θυμό λέγοντας εννοούμε την απέχθεια και το μίσος στην κακία· διότι κι εμείς θυμώνουμε, επειδή μισούμε τις αντίθετες γνώμες. Λέγοντας ακόμη λησμονιά, ύπνο και νυσταγμό, ας εννοήσουμε την αμέλεια στην άμυνα ενάντια στους εχθρούς και τη ματαίωση της συχνής βοήθειας προς τους φίλους. Και μ’ ένα λόγο, όλα όσα έχουν ειπωθεί για το Θεό με ανθρωπομορφικές εκφράσεις, έχουν κρυμμένη κάποια σημασία που διδάσκει τα υπερφυσικά με ανθρωπομορφικές εκφράσεις, εκτός μόνον αν ειπωθεί κάτι για την σωματική έλευση του Θεού Λόγου. Διότι Αυτός ανάλαβε όλη την ανθρώπινη φύση για τη σωτηρία μας, δηλαδή τη νοερή ψυχή, το σώμα και τα χαρακτηριστικά της ανθρωπίνης φύσεως, που είναι τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη.

ΚΕΦ. 12 Για τα ίδια θέματα.

Για τα ίδια θέματα. 

Αυτά, βέβαια, τα έχουμε διδαχθεί από τους ιερούς συγγραφείς, όπως είπε ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, «ότι ο Θεός είναι η αιτία και η αρχή όλων, ο χορηγός της φύσεως στα όντα, της ζωής στα ζωντανά, της λογικής στα λογικά όντα και του νου στα νοερά· είναι η επαναφορά και η επανόρθωση αυτών που έχουν πέσει· η ανακαίνιση και αναμόρφωση όσων έχουν φθείρει τη φύση τους· είναι η ιερή σταθερότητα αυτών που κινούνται με μία ανίερη ταραχή· η ασφάλεια αυτών που στέκονται σταθεροί· και η οδός και χειραγώγηση προς τα άνω αυτών που βαδίζουν προς Αυτόν. »Θα προσθέσω επίσης ότι είναι Πατέρας αυτών που δημιούργησε· και το σπουδαιότερο, ο Θεός μας είναι Πατέρας μας, διότι Αυτός και όχι οι γονείς μας, μάς έφερε στη ζωή από την ανυπαρξία· καθώς οι γονείς μας έλαβαν απ’ Αυτόν τη ζωή και τη δυνατότητα να γεννούν. Είναι ποιμένας αυτών που Τον ακολουθούν και τους ποιμαίνει· είναι ο φωτισμός των φωτιζομένων, ο μύστης όσων μυούνται στα ιερά μυστήρια, η αιτία της θεώσεως των θεουμένων, η συμφιλίωση όσων έχουν φιλονικήσει, η απλότητα των απλοϊκών και η ενότητα όσων ενώνονται μεταξύ τους. Είναι η εξουσία πάνω από κάθε εξουσία, η αρχή της υπάρξεως και η αγαθή μετάδοση των απορρήτων μυστηρίων, δηλαδή της γνώσεώς Του στον καθένα, σύμφωνα με το μέτρο του δυνατού και εφικτού». Ακόμη πιο λεπτομερώς για τα ονόματα του Θεού. Επειδή το θείο είναι ακατάληπτο, σίγουρα θα είναι και χωρίς όνομα. Και επειδή δεν γνωρίζουμε την ουσία του, ας μη ζητήσουμε το όνομα της ουσίας του· διότι τα ονόματα φανερώνουν τα πράγματα. Ο Θεός όμως, επειδή είναι αγαθός και μας έφερε από το μηδέν στην ύπαρξη για να μετέχουμε στην αγαθότητά του, και μας έκαμε όντα με γνώση, έτσι, όπως δεν μας μετάδωσε κάτι από την ουσία του, ούτε μας έδωσε και τη γνώση της ουσίας του. Διότι δεν είναι δυνατόν μια κτιστή φύση να γνωρίσει τελείως την ανώτερη απ’ αυτήν φύση. Και αν, μάλιστα, οι γνώσεις για τα όντα είναι ελλιπείς, πώς θα γνωρίσουμε αυτό που ξεπερνά την ουσία; Ο Θεός, λοιπόν, από την πολλή του αγαθότητα, θέλησε να παίρνει δικά μας ονόματα, ώστε να μην είμαστε εντελώς αμέτοχοι από τη γνώση του, αλλά να έχουμε έστω και κάποια αμυδρή ιδέα γι’ Αυτόν. Έτσι, όπως είναι ακατάληπτος, είναι και χωρίς όνομα. Όλα τα όντα όμως ομολογούν ότι Αυτός είναι η αιτία όλων και κατέχει εκ των προτέρων το λόγο και την αιτία κάθε όντος· το ομολογούν ακόμη και τα αντίθετα μεταξύ τους, όπως το φως και το σκοτάδι, το νερό και η φωτιά, για να γνωρίζουμε ότι Αυτός δεν είναι στην ουσία του αυτά. Αλλά να γνωρίζουμε ότι είναι υπερούσιος, γι’ αυτό και χωρίς όνομα· και όλα τα δημιουργήματά του βεβαιώνουν ότι Αυτός είναι ο αίτιος κάθε όντος. Γι’ αυτό, από τα θεία ονόματα άλλα χρησιμοποιούνται με αποφατική σημασία για να δηλώσουν το υπερούσιο, όπως ανούσιος, άχρονος, άναρχος, αόρατος· όχι ότι είναι κατώτερος από κάποιον ή του λείπει κάτι –διότι σ’ Αυτόν ανήκουν όλα και Αυτός τα δημιούργησε και τα συνέστησε για τον εαυτό Του· ξεχωρίζει απ’ όλα τα όντα, διότι υπερέχει –δεν είναι σαν κάποιο ον, αλλά πάνω απ’ όλα. Τα ονόματα πάλι, που χρησιμοποιούνται καταφατικά για το Θεό, λέγονται επειδή είναι αίτιος όλων. Ονομάζεται ων και ουσία, διότι είναι αίτιος κάθε ουσίας των όντων· ονομάζεται λόγος, λογικός, σοφία και σοφός, διότι είναι αίτιος κάθε λόγου και σοφίας, δηλαδή του λογικού και του σοφού. Παρόμοια λέγεται νους, νοερός, ζωή, ζων, δύναμη και δυνατός· και σ’ όλα τα υπόλοιπα, επίσης, θα κληθεί με παρόμοια ονόματα, που θα ληφθούν περισσότερο από τα πιο αξιόλογα και κοντινά σ’ Αυτόν ονόματα. Πιο αξιόλογα και κατάλληλα ονόματα γι’ Αυτόν είναι τα άϋλα από τα υλικά, τα καθαρά από τα ρυπαρά και τα άγια από τα μιασμένα, επειδή περισσότερο μετέχουν σ’ Αυτόν. Διότι πιο κατάλληλα θα κληθεί ήλιος και φως παρά σκοτάδι, ημέρα παρά νύχτα, ζωή παρά θάνατος, και φωτιά και πνεύμα και νερό, διότι έχουν ζωή, παρά γη. Και πάνω απ’ όλα θα ονομασθεί αγαθότητα και όχι κακό. Το ίδιο, θα τον καλέσει κανένας «ον» παρά «μη ον»· διότι το αγαθό είναι ύπαρξη και αίτιο της υπάρξεως, ενώ το κακό είναι στέρηση του αγαθού, δηλαδή της υπάρξεως. Αυτά, λοιπόν, είναι τα αποφατικά και καταφατικά ονόματα· και είναι βέβαια πολύ πετυχημένος ο συνδυασμός τους, για παράδειγμα «υπερούσια ουσία, υπέρθεη θεότητα, υπεράρχια αρχή», και τα παρόμοια. Υπάρχουν και μερικά καταφατικά ονόματα που λέγονται για το Θεό και έχουν έννοια υπερβολικής αρνήσεως, όπως «σκοτάδι»· όχι ότι ο Θεός είναι σκοτάδι, αλλά δεν είναι φως, επειδή είναι πάνω από το φως. Ονομάζεται, λοιπόν, ο Θεός νους, λόγος, πνεύμα, σοφία και δύναμη, διότι είναι ο αίτιος αυτών και άϋλος και δημιουργός των όλων και παντοδύναμος. Και αυτά τα ονόματα, και τα αποφατικά και τα καταφατικά, αποδίδονται σε όλο το κοινό (ουσία) της θεότητας. Το ίδιο όμως και απαράλλακτα αποδίδονται και σε κάθε ξεχωριστή υπόσταση της Αγίας Τριάδος· όταν αναλογισθώ μία από τις υποστάσεις, την αναγνωρίζω ως τέλειο Θεό και τέλεια ουσία. Και όταν πάλι συγκεντρώσω και απαριθμήσω τα τρία (πρόσωπα), αναγνωρίζω ένα τέλειο Θεό. Διότι η θεότητα δεν είναι σύνθετη, αλλά είναι ένα αχώριστο και ασύνθετο σε τρία τέλεια. Όταν πάλι αναλογισθώ τη σχέση των υποστάσεων μεταξύ τους, γνωρίζω ότι ο Πατέρας είναι υπερούσιος ήλιος, πηγή αγαθότητος, άβυσσος ουσίας, λόγου, σοφίας, δυνάμεως, φωτός, θεότητος, πηγή που γεννά και προβάλλει το αγαθό που κρύβει μέσα της. Ο ίδιος, λοιπόν, είναι νους, άβυσσος του Λόγου, γεννήτορας του Λόγου και προβολέας μέσω του Λόγου του εκφαντορικού Πνεύματος. Και για να το πω με δυο λόγια, δεν υπάρχει για τον Πατέρα λόγος, σοφία, δύναμη, θέληση, παρά μόνον ο Υιός του, ο οποίος είναι η μοναδική δύναμη του Πατέρα, η πρώτη αιτία της δημιουργίας όλων. Αυτός είναι και ονομάζεται Υιός, διότι σαν τέλεια υπόσταση γεννιέται όπως αυτός γνωρίζει. Και το Άγιο Πνεύμα είναι η δύναμη του Πατέρα που φανερώνει τα κρύφια της θεότητος· δεν γεννιέται αλλά εκπορεύεται μέσω του Υιού από τον Πατέρα, όπως αυτός γνωρίζει· γι’ αυτό και το Άγιο Πνεύμα τελειοποιεί τη δημιουργία του σύμπαντος. Όσα, λοιπόν, αρμόζουν στον Πατέρα που είναι ο αίτιος, η πηγή και ο γεννήτορας, πρέπει να τα αποδίδουμε μόνο στον Πατέρα· όσα αρμόζουν στο αποτέλεσμα της αιτίας, στο γεννητό Υιό, Λόγο, δύναμη προκαταρκτική, θέληση και σοφία, να τ’ αποδίδουμε στον Υιό· όσα επίσης ταιριάζουν στο αποτέλεσμα της αιτίας, το εκπορευτό, εκφαντορικό και τελεσιουργό, να τ’ αποδίδουμε στο Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας είναι η πηγή και αιτία του Υιού και του Πνεύματος· είναι Πατέρας μόνον του Υιού και προβολέας του Αγίου Πνεύματος. Ο Υιός είναι Υιός, Λόγος, σοφία και δύναμη, εικόνα, κατοπτρισμός και τύπος του Πατέρα· προέρχεται από τον Πατέρα και όχι από το Πνεύμα. Το Πνεύμα είναι το Άγιο Πνεύμα του Πατέρα, διότι ο Πατέρας το εκπορεύει και διότι καμιά κίνηση δεν υπάρχει χωρίς το Πνεύμα· το Πνεύμα είναι και του Υιού, όχι με την έννοια ότι εκπορεύεται απ’ αυτόν, αλλά μέσω αυτού εκπορεύεται από τον Πατέρα· διότι μοναδικός αίτιος είναι ο Πατέρας.

ΚΕΦ. 13 Για τον τόπο του Θεού και ότι το θείο είναι απεριόριστο.

Για τον τόπο του Θεού και ότι το θείο είναι απεριόριστο. 

 Ο τόπος του σώματος είναι τα όρια αυτού που το περιέχει ως περιεχόμενο· για παράδειγμα, ο αέρας περιέχει, ενώ το σώμα περιέχεται. Όλος ο αέρας που περιέχει δεν είναι ο τόπος του σώματος που περιέχεται, αλλά τα όρια του περιέχοντος αέρα τα οποία αγγίζουν το περιεχόμενο σώμα. Γενικά ισχύει, αυτό που περιέχει να μη βρίσκεται μέσα στο περιεχόμενο. Υπάρχει βέβαια και νοητός τόπος, όπου βρίσκεται ο νους και η νοητή και ασώματη φύση· είναι παρούσα εκεί και ενεργεί, χωρίς να περιέχεται σωματικά αλλά νοητά· διότι δεν έχει σχήμα, για να περιληφθεί σωματικά. Ο Θεός, λοιπόν, που είναι άϋλος και απερίγραπτος, δεν βρίσκεται σε τόπο· διότι ο ίδιος είναι τόπος του εαυτού του, αφού γεμίζει τα πάντα και είναι πάνω απ’ όλα και όλα τα συνέχει. Λέγεται βέβαια ότι βρίσκεται σε τόπο. Και ονομάζεται τόπος Θεού εκείνος όπου αποκαλύπτεται η ενέργειά του. Διότι ο ίδιος χωρίς ανάμειξη διέρχεται μέσω όλων και μεταδίδει σ’ όλα την ενέργειά του, ανάλογα με την καταλληλότητα και την δεκτική ικανότητα του καθένα· εννοώ την καθαρότητα της φύσεως και της προαιρέσεως· καθώς είναι πιο καθαρά τα άϋλα από τα υλικά και τα ενάρετα από τα προσκολλημένα στην κακία. Γι’ αυτό, λοιπόν, τόπος Θεού ονομάζεται εκείνος που μετέχει περισσότερο στην ενέργεια και τη χάρη Του. Γι’ αυτό το λόγο ο ουρανός είναι ο θρόνος του –διότι σ’ αυτόν βρίσκονται οι άγγελοι που κάνουν το θέλημά του και τον δοξάζουν ασταμάτητα· η δοξολογία αυτή είναι η ξεκούρασή του–. Και η γη είναι το υποπόδιο των ποδιών του –διότι σ’ αυτήν έζησε με την ανθρώπινη σάρκα ανάμεσα στους ανθρώπους–· καθώς η αγία σάρκα του λέγεται με άλλη ονομασία πόδι του Θεού. Αλλά και η Εκκλησία λέγεται τόπος του Θεού. Γιατί την προσφέραμε σαν ιερό τόπο για να τον δοξολογούμε· εκεί προσευχόμαστε στο Θεό. Επίσης, λέγονται τόποι του Θεού και οι τόποι εκείνοι όπου φανερώθηκε η ενέργειά του, είτε ένσαρκη είτε άσαρκη. Πρέπει μάλιστα να γνωρίζουμε ότι το θείο είναι αδιαίρετο· όλο βρίσκεται καθ’ ολοκληρία παντού. Δεν διαιρείται σε μέρη, όπως τα σώματα, αλλά όλο βρίσκεται σε όλα και πάνω απ’ όλα. Για τον τόπο του αγγέλου και της ψυχής, και για το απερίγραπτο. Ο άγγελος πάλι δεν περιορίζεται σ’ ένα τόπο όπως τα σώματα, ώστε να παίρνει μορφή και σχήμα. Λέγεται όμως ότι βρίσκεται στο χώρο, επειδή είναι παρών νοητά και ενεργεί σ’ εκείνο το χώρο και δεν βρίσκεται και αλλού· περιορίζεται νοητά εκεί όπου και ενεργεί. Δεν μπορεί ταυτόχρονα να ενεργεί σε διαφορετικούς τόπους, διότι μόνον ο Θεός είναι πανταχού παρών και ενεργεί ταυτόχρονα. Ο άγγελος, δηλαδή, εξαιτίας της φύσεως και της ετοιμότητός του, πολύ γρήγορα μεταβαίνει και ενεργεί σε διαφορετικούς τόπους· ενώ ο Θεός είναι πανταχού παρών και πάνω απ’ όλα, και με μια και απλή ενέργειά του ενεργεί συγχρόνως με διαφορετικούς τρόπους. Η ψυχή πάλι έχει συνδεθεί ολόκληρη με όλο το σώμα, και όχι ένα μέρος της μ’ ένα μέρος του· δεν περιέχεται σ’ αυτό αλλά το περιέχει, όπως η φωτιά το σίδερο· όντας μέσα στο σώμα ενεργεί σύμφωνα με τη φύση της. Αυτό βέβαια που περιλαμβάνεται στον τόπο, το χρόνο ή την αντίληψη είναι περιορισμένο, ενώ εκείνο που κανένα απ’ αυτά δεν το περιέχει είναι απεριόριστο. Απεριόριστο, λοιπόν, είναι μόνο το θείο, επειδή είναι χωρίς αρχή και τέλος και τα περιέχει όλα, χωρίς νά περιέχεται από κανένα. Διότι μόνο αυτό είναι ακατάληπτο και απροσδιόριστο· κανένα δεν το γνωρίζει, και μόνον αυτό γνωρίζει τον εαυτό του. Ο άγγελος όμως και περιορίζεται από το χρόνο –καθώς έχει αρχή υπάρξεως– και από τον τόπο, αν και περιορίζεται νοητά, όπως είπαμε παραπάνω, και με την αντίληψη περιορίζεται. Ο ένας μάλιστα γνωρίζει κάπως τη φύση του άλλου, ενώ ο δημιουργός τους τα προσδιορίζει πλήρως. Τα σώματα πάλι περιορίζονται από την αρχή και το τέλος τους, από το χώρο που καταλαμβάνουν, και από την αντίληψη. Συλλογή χωρίων για το Θεό, δηλαδή για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και σχετικά με το Λόγο και το Πνεύμα. Το θείο είναι τελείως αμετάβλητο και αναλλοίωτο· διότι όλα αυτά που δεν εξαρτώνται από μας τα αποφάσισε προηγουμένως με τη πρόγνωσή του, το καθένα στον ιδιαίτερο και κατάλληλο καιρό και τόπο. Και σύμφωνα μ’ αυτό, «ο Πατέρας δεν κρίνει κανέναν, αλλά έδωσε όλη τη κρίση στην εξουσία του Υιού»· διότι είναι φανερό ότι η κρίση ανήκε στον Πατέρα και τον Υιό ως Θεό και στο Άγιο Πνεύμα. Ο ίδιος μάλιστα ο Υιός θα κατέβει στη γη, ως άνθρωπος με σώμα, και θα καθίσει σε ένδοξο θρόνο – η κατάβαση και ο θρόνος αφορούν περιορισμένο σώμα– και από κει θα κρίνει όλη την οικουμένη με δικαιοσύνη. Όλα απέχουν από το Θεό, όχι τοπικά, αλλά από τη φύση τους. Σε μας η σύνεση, η σοφία και η σκέψη υπάρχουν και μας εγκαταλείπουν ως συνήθεια· δεν συμβαίνει όμως έτσι με το Θεό. Γι’ Αυτόν, τίποτε δεν γίνεται και τίποτε δεν χάνεται· διότι είναι αναλλοίωτος και αμετάβλητος, και δεν πρέπει να του αποδίδουμε κάποιο συμβάν. Ο Θεός έχει συνυφασμένο στην ουσία του το αγαθό. Όποιος επιθυμεί διαρκώς το Θεό, αυτός τον βλέπει. Διότι ο Θεός υπάρχει σε όλα· καθόσον τα κτίσματα εξαρτώνται από το Θεό που υπάρχει, και δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι, εάν δεν εξαρτά την ύπαρξή του από το Θεό. Ο Θεός αναμειγνύεται με όλα, διότι συγκρατεί τη φύση τους· και μάλιστα ο Θεός Λόγος ενώθηκε με την αγία σάρκα του υποστατικά και αναμίχθηκε χωρίς συγχώνευση με τη δική μας φύση. Κανείς δεν βλέπει τον Πατέρα παρά μόνον ο Υιός και το Πνεύμα. Ο Υιός είναι η βούληση, η σοφία και η δύναμη του Πατέρα. Και δεν πρέπει ν’ αποδίδουμε στο Θεό ποιότητα, για να μην τον θεωρήσουμε σύνθετο, από ουσία και ποιότητα. Ο Υιός προέρχεται από τον Πατέρα, και όλα, όσα έχει, τα έχει απ’ αυτόν. Γι’ αυτό και δεν κάνει τίποτε από μόνος του· δεν έχει ιδιαίτερη ενέργεια απ’ αυτήν του Πατέρα. Ο Θεός είναι από τη φύση του αόρατος και γίνεται ορατός με τις ενέργειές του· αυτό το γνωρίζουμε από την κατασκευή και διακυβέρνηση του κόσμου. Ο Υιός είναι εικόνα του Πατέρα, το Πνεύμα του Υιού· όταν ο Χριστός με το Πνεύμα κατοικεί μέσα στον άνθρωπο, του δίνει το κατ’ εικόνα. Το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός, ενδιάμεσο του αγέννητου και του γεννητού· συνάπτεται με τον Πατέρα μέσω του Υιού. Λέγεται Πνεύμα Θεού, Πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, Αυτοκύριος, Πνεύμα υιοθεσίας, αλήθειας, ελευθερίας, σοφίας (διότι τα δημιουργεί όλα αυτά). Είναι Πνεύμα που τα γεμίζει όλα με την ουσία του, όλα τα συνέχει, που μπορεί να γεμίσει τον κόσμο με την ουσία του, αλλά στη δύναμή του δεν χωρά στον κόσμο. Ο Θεός είναι ουσία αιώνια και αμετάβλητη, δημιουργός των όντων· Τον προσκυνάμε με αισθήματα ευσεβείας. Θεός είναι και ο Πατέρας, ο οποίος είναι αιώνια αγέννητος· διότι δεν προήλθε από κάποιον, αλλά γέννησε τον Υιό συναιώνιο. Θεός είναι και ο Υιός, που είναι πάντα με τον Πατέρα και γεννήθηκε απ’ Αυτόν εκτός χρόνου, χωρίς μεταβολή ή πάθος ή χωρισμό απ’ Αυτόν. Θεός είναι και το Άγιο Πνεύμα, αγιαστική δύναμη, ενυπόστατη, που εκπορεύεται από τον Πατέρα χωρίς ν’ απομακρύνεται απ’ Αυτόν· αναπαύεται στον Υιό και έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα και τον Υιό. Ο Λόγος είναι αυτός που βρίσκεται πάντοτε κατ’ ουσίαν με τον Πατέρα. Λόγος, επίσης, είναι η φυσική κίνηση του νου, σύμφωνα με την οποία κινείται, σκέφτεται και συλλογίζεται, σαν να είναι το φως και η λάμψη του. Λόγος είναι ακόμη ο ενδιάθετος, που λαλείται μέσα στην καρδιά. Τέλος, λόγος είναι αυτός που μεταδίδει τη σκέψη. Συμπερασματικά, ο Θεός Λόγος έχει ουσία και υπόσταση, ενώ οι υπόλοιποι τρεις λόγοι αποτελούν δυνάμεις της ψυχής, χωρίς να έχουν ιδιαίτερη υπόσταση. Απ’ αυτούς, ο πρώτος είναι γέννημα του νου και προέρχεται από τη φύση του, ο δεύτερος λέγεται ενδιάθετος και ο τρίτος προφορικός. Η λέξη πνεύμα έχει πολλές σημασίες. Σημαίνει το Άγιο Πνεύμα. Πνεύματα λέγονται και οι δυνάμεις του Αγίου Πνεύματος· πνεύμα ακόμη είναι και ο αγαθός άγγελος· πνεύμα είναι και ο διάβολος· πνεύμα και η ψυχή· κάποτε πνεύμα λέγεται και ο νους· πνεύμα είναι και ο άνεμος και ο αέρας.

ΚΕΦ. 14 Τα ιδιώματα της θείας φύσεως.

Τα ιδιώματα της θείας φύσεως.

Ιδιώματα της θείας φύσεως είναι το άκτιστο, το άναρχο, το άφθαρτο, το αθάνατο, άπειρο και αιώνιο, το αγαθό, το δημιουργικό, το δίκαιο, το φωτιστικό, το αμετάβλητο, το απαθές, το απερίγραπτο, το αχώρητο, το απεριόριστο, το αόριστο, το ασώματο, το αόρατο, το ακατανόητο, η ιδιότητα να μην έχει καμία ανάγκη, το αυτοκυριαρχικό και αυτεξούσιο, το εξουσιαστικό του σύμπαντος, το ζωοποιό, το παντοδύναμο, το απειροδύναμο, το αγιαστικό και μεταδοτικό, η ιδιότητα να περιέχει και συγκρατεί τα σύμπαντα και να προνοεί για όλα. Όλα αυτά και τα παρόμοια η θεότητα τα έχει από τη φύση της, χωρίς να τα έχει λάβει από αλλού. Απεναντίας, η ίδια η θεότητα μεταδίδει κάθε αγαθό στα δημιουργήματά της, ανάλογα με τη δεκτική ικανότητα του καθένα. Ιδίωμα της θεότητος είναι η αμοιβαία παραμονή και διαμονή των θείων υποστάσεων· διότι είναι αχώριστες μεταξύ τους χωρίς να λείπει η μία από την άλλη· έχουν την αλληλοπεριχώρησή τους ασύγχυτη, ώστε ούτε να συγχωνεύονται ούτε να συγχέονται, αλλά να είναι σε αρμονία μεταξύ τους. Ο Υιός δηλαδή είναι με τον Πατέρα και το Πνεύμα, το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό και ο Πατέρας με τον Υιό και το Πνεύμα, χωρίς να συμβαίνει καμιά συγχώνευση ή ανάμειξη ή σύγχυση. Ιδίωμα της θεότητος επίσης είναι η ενότητα και ταυτότητα της κινήσεως· γίνεται, δηλαδή, μία εξόρμηση και μία κίνηση των τριών υποστάσεων, κάτι που δεν μπορεί να παρατηρηθεί στην κτιστή φύση. Και ακόμη, η θεία ακτινοβολία και ενέργεια είναι μία, απλή και αδιαίρετη· προσφέρει πολλά αγαθά στα κτιστά που διαιρούνται· και, ενώ μοιράζει σ’ όλα τα συστατικά της φύσεώς τους, η ίδια παραμένει απλή· μοιράζει τον εαυτό της σε πολλά χωρίς να διαιρείται η ίδια· συγκεντρώνει και επαναφέρει τα διαιρεμένα στη δική της απλότητα –διότι όλα τα όντα την ποθούν και οφείλουν την ύπαρξή τους σ’ αυτήν–· και αυτή μεταδίδει σε όλα την ύπαρξη ανάλογα με τη φύση τους· έτσι η θεότητα αποτελεί την ύπαρξη για τα όντα, τη ζωή για τα ζωντανά, τη λογική για τα λογικά και το νου για τα νοερά· η ίδια βέβαια είναι πέρα και πάνω από το νου, το λόγο, τη ζωή και τη φύση. Ιδίωμά της ακόμη είναι ότι περνά μέσα απ’ όλα τα όντα, ενώ απ’ αυτήν δεν περνά κανένα ον. Επίσης, ότι γνωρίζει τα πάντα με απλή γνώση· όλα τα βλέπει με απλό τρόπο, με το θείο, παντεποπτικό και άϋλο βλέμμα της· βλέπει τα παρόντα, τα παρελθόντα και τα μέλλοντα προτού να συμβούν. Ιδίωμά της, επίσης, είναι η αναμαρτησία, η συγχώρεση των αμαρτιών και η σωτηρία. Και ακόμη, ότι μπορεί να πετύχει όλα όσα θέλει, αλλά δεν θέλει να κάνει όσα μπορεί· μπορεί, για παράδειγμα, να καταστρέψει τον κόσμο, αλλά δεν το θέλει.

ΚΕΦ. 15 Για τον αιώνα.

Για τον αιώνα. 

Αυτός, που υπάρχει πριν από το χρόνο, δημιούργησε τους αιώνες· προς αυτόν λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Πριν από τους αιώνες και έως το τέλος τους εσύ υπάρχεις». Και ο θείος απόστολος λέει: «Με Αυτόν δημιούργησε τους αιώνες». Πρέπει, λοιπόν, να γνωρίζουμε ότι το όνομα του αιώνα είναι πολύσημο· δηλαδή, έχει πολλές σημασίες. Αιώνας ονομάζεται η ζωή κάθε ανθρώπου· επίσης, αιώνας λέγεται και ο χρόνος χιλίων ετών. Ακόμη αιώνα καλούμε όλο τον παρόντα βίο, αλλά και την αιώνια μέλλουσα ζωή, που είναι μετά την ανάσταση. Τέλος, αιώνας λέγεται όχι ο χρόνος, ούτε κάποιο διάστημα του χρόνου που μετριέται με την κίνηση και την τροχιά του ήλιου, που συνίσταται από ημερόνυχτα, αλλά η κίνηση και το διάστημα του χρόνου που παρατείνεται μαζί με τα αιώνια. Ό,τι δηλαδή είναι ο χρόνος γι’ αυτά που εξαρτώνται από το χρόνο, αυτό είναι ο αιώνας για τα αιώνια. Αναφέρονται βέβαια επτά αιώνες αυτού του κόσμου, από τότε δηλαδή που δημιουργήθηκε ο ουρανός και η γη μέχρι το κοινό τέλος και την κοινή ανάσταση των ανθρώπων. Διότι υπάρχει και ατομικό τέλος, ο θάνατος του κάθε ανθρώπου· υπάρχει επίσης και κοινό και γενικό τέλος, όταν θα γίνει η κοινή ανάσταση όλων των ανθρώπων. Γι’ αυτό, όγδοος αιώνας είναι ο μελλοντικός. Πριν ακόμη από τη δημιουργία του κόσμου, όταν δεν υπήρχε ούτε ο ήλιος που χωρίζει την ημέρα από τη νύχτα, δεν υπήρχε αιώνας που να μπορεί να μετρηθεί, αλλά υπήρχε αυτό που παρατείνεται μαζί με τα αιώνια, σαν κάποια κίνηση και διάστημα του χρόνου· και σύμφωνα μ’ αυτό υπάρχει ένας αιώνας· γι’ αυτό και ο Θεός λέγεται αιώνιος αλλά και προαιώνιος. Διότι ο ίδιος δημιούργησε και τον αιώνα. Επειδή ο Θεός είναι ο μόνος άναρχος, είναι ο ίδιος δημιουργός όλων, και των αιώνων και όλων των όντων. Όταν λέω «Θεό», είναι φανερό ότι εννοώ τον Πατέρα και το μονογενή του Υιό, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, και το Πανάγιο Πνεύμα του, τον ένα Θεό μας. Λέγονται επίσης «αιώνες αιώνων», επειδή οι επτά αιώνες του παρόντος κόσμου περιλαμβάνουν πολλούς αιώνες, δηλαδή ζωές των ανθρώπων και επειδή ο ένας αιώνας είναι περιεκτικός όλων των αιώνων. Και ονομάζεται «αιώνας αιώνα» ο τωρινός και ο μελλοντικός αιώνας. Η φράση πάλι «αιώνια ζωή» και «αιώνια κόλαση» δείχνει το ατελείωτο του μελλοντικού αιώνα. Διότι, μετά την ανάσταση, ο χρόνος δεν θα αριθμείται με ημέρες και νύχτες· θα είναι μάλλον μια ανέσπερη ημέρα, όπου ο ήλιος της δικαιοσύνης θα καταλάμπει ευχάριστα τους δίκαιους, ενώ βαθειά και απέραντη νύχτα θα ισχύει για τους αμαρτωλούς. Πώς, λοιπόν, θα μετρηθεί το χρονικό διάστημα των χιλίων ετών για την αποκατάσταση που είπε ο Ωριγένης; Επομένως, ένας δημιουργός υπάρχει για τους αιώνες, ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε και τα σύμπαντα και υπάρχει προαιώνια.

ΚΕΦ. 16 Για τη Δημιουργία

Για τη Δημιουργία 

Επειδή, λοιπόν, ο αγαθός και υπεράγαθος Θεός δεν επαναπαύθηκε στη θεωρία του εαυτού του, αλλά από υπερβολική αγαθότητα θέλησε να δημιουργηθούν ορισμένα δημιουργήματα που θα ευεργετηθούν και θα μετάσχουν στην αγαθότητα του· γι’ αυτό, παράγει και δημιουργεί εκ του μηδενός τα σύμπαντα, ορατά και αόρατα· δημιουργεί, επίσης, και τον άνθρωπο που αποτελείται και από ορατή και από αόρατη φύση. Μόλις συλλαμβάνει την ιδέα, αυτόματα δημιουργεί· και η σκέψη του γίνεται πράξη, που την ολοκληρώνει ο Λόγος και την τελειοποιεί το Πνεύμα.

ΚΕΦ. 17 Για τους αγγέλους.

Για τους αγγέλους. 

Ο ίδιος είναι κτίστης και δημιουργός των αγγέλων, τους οποίους έφερε στην ύπαρξη από το μηδέν, και τους έκαμε σύμφωνα με τη δική του εικόνα να είναι ασώματη φύση, σαν κάποιος άνεμο ή άϋλη φωτιά, όπως το λέει ο θείος Δαβίδ:
«Αυτός που κάνει τους αγγέλους ασώματα πνεύματα και τους λειτουργούς του σαν φλόγα φωτιάς»·
έτσι περιγράφει την ευκινησία, τη φλογερότητα, τη θερμότητα, τη διεισδυτικότητα και την ταχύτητά τους στον πόθο και τη διακονία του Θεού, καθώς και την προσήλωσή τους προς τα άνω και την απομάκρυνση από κάθε υλική φροντίδα.

Ο άγγελος, λοιπόν, είναι νοερή ουσία, αεικίνητη, αυτεξούσια, ασώματη, που διακονεί το Θεό και έλαβε κατά χάριν στη φύση της την αθανασία· τη μορφή και την κατάσταση αυτής της υπάρξεως μόνον ο δημιουργός της γνωρίζει. Σε σχέση με μας είναι ασώματη και άϋλη· αλλά, κάθε τι που συγκρίνεται με τον μόνο ασύγκριτο Θεό είναι παχύ και υλικό· διότι, μόνο το θείο είναι όντως άϋλο και ασώματο. Ο άγγελος, λοιπόν, είναι φύση λογική, νοερή και αυτεξούσια, μεταβλητή στην προαίρεση, δηλαδή στη θέληση· διότι κάθε κτιστό είναι και μεταβλητό, ενώ μόνο το άκτιστο είναι αμετάβλητο. Κάθε λογικό επίσης είναι και αυτεξούσιο. (Ο άγγελος), λοιπόν, σαν λογική και νοερή φύση είναι αυτεξούσιος· σαν κτιστή φύση είναι μεταβλητή, έχοντας τη δυνατότητα και να διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό αλλά και να πηγαίνει προς το χειρότερο. (Ο άγγελος) δεν έχει τη δυνατότητα να μετανοήσει, διότι είναι και ασώματος. Αντίθετα ο άνθρωπος, εξαιτίας της αδυναμίας του σώματός του, μπορεί να μετανοήσει. Είναι αθάνατος κατά χάριν και όχι από τη φύση του· διότι ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος, σύμφωνα με τους νόμους της φύσεως. Και μόνον ο Θεός είναι αιώνιος και μάλιστα πέρα από τους αιώνες· διότι ο δημιουργός του χρόνου δεν εξαρτάται από το χρόνο, αλλά τον υπερβαίνει. (Οι άγγελοι) είναι δεύτερα νοερά φώτα, τα οποία δέχονται το φωτισμό από το πρώτο και άναρχο φως· δεν έχουν γλώσσα και ακοή, αλλά μεταδίδουν μεταξύ τους τις σκέψεις και τις αποφάσεις τους χωρίς προφορικό λόγο. Ο Λόγος δημιούργησε όλους τους αγγέλους και το Άγιο Πνεύμα με τον αγιασμό του τους τελειοποίησε· μετέχουν στο φωτισμό και τη χάρη αναλογικά με την αξία και το τάγμα τους. Ο χώρος τους περιορίζει· διότι όταν είναι στον ουρανό, δεν βρίσκονται στη γη· κι όταν ο Θεός τους αποστέλλει στη γη, δεν παραμένουν στον ουρανό. Βέβαια, τα τείχη, οι πόρτες, οι κλειδαριές και τα λουκέτα δεν τους περιορίζουν· διότι είναι ακαθόριστοι. Και λέγοντας «ακαθόριστοι», εννοώ, ότι φανερώνονται στους αξίους, στους οποίους θέλει ο Θεός να εμφανισθούν, όχι όπως πραγματικά είναι, αλλά με άλλη μορφή, ανάλογα με τη δυνατότητα που έχουν να τους δουν. Διότι, στην κυριολεξία, μόνο το άκτιστο είναι ακαθόριστο· ενώ κάθε δημιούργημα έχει τα όριά του, όπως τα όρισε ο Θεός. Έχουν τον αγιασμό από το Άγιο Πνεύμα, έξω από την ουσία τους· προφητεύουν με τη θεία χάρη και δεν έχουν ανάγκη από γάμο, επειδή δεν είναι θνητοί. Επειδή είναι πνευματικά όντα, ζουν σε τόπους πνευματικούς, χωρίς να περιορίζονται όπως τα σώματα· διότι δεν παίρνουν το σχήμα του σώματος σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, ούτε έχουν τρεις διαστάσεις, αλλά παρουσιάζονται και ενεργούν πνευματικά, όπου διαταχθούν· δεν μπορούν βέβαια στο ίδιο χρονικό διάστημα να βρίσκονται και να ενεργούν εδώ κι εκεί. Δεν γνωρίζουμε εάν οι άγγελοι είναι μεταξύ τους ίσοι στην ουσία ή διαφέρουν. Το γνωρίζει μόνον ο παντογνώστης Θεός, ο οποίος τους έπλασε. Διαφέρουν, βέβαια, μεταξύ τους στο φωτισμό και τη θέση· δηλαδή, ή βρίσκονται σε θέση δεκτική φωτισμού ή μετέχουν στο φωτισμό ανάλογα με τη θέση τους και φωτίζονται μεταξύ τους εξαιτίας της υπεροχής του τάγματος ή της φύσεως. Είναι φανερό ότι οι άγγελοι που υπερέχουν μεταδίδουν το φωτισμό και τη γνώση στους κατώτερους. Είναι ικανοί και πρόθυμοι στην εκτέλεση του θελήματος του Θεού και, λόγω της ταχύτητος της φύσεώς τους, βρίσκονται αμέσως παντού, όπου τους δώσει εντολή ο Θεός. Φυλάγουν τα μέρη της γης, διοικούν έθνη και τόπους, όπου ο Δημιουργός τους έταξε, και φροντίζουν για τα ανθρώπινα και μας βοηθούν. Πάντως, είναι ανώτεροι από μας, σύμφωνα με το θέλημα και την εντολή του Θεού, και βρίσκονται πάντοτε στην υπηρεσία του Θεού. Είναι δυσκίνητοι προς το κακό, όχι όμως ακίνητοι· τώρα όμως έχουν γίνει και ακίνητοι (στο κακό), όχι εξαιτίας της φύσεώς τους, αλλά κατά χάριν και με την προσήλωσή τους στο μόνο αγαθό. Βλέπουν το Θεό όσο τους επιτρέπεται και έχουν τη θέα του σαν τροφή. Ως ασώματοι είναι ανώτεροι από μας· έχουν απαλλαγεί από κάθε πάθος του σώματος, αλλά δεν είναι απαθείς· διότι μόνον ο Θεός είναι απαθής. Αλλάζουν τη μορφή τους, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου και Θεού, και έτσι φανερώνονται στους ανθρώπους και τους αποκαλύπτουν τα θεία μυστήρια. Ζουν στον ουρανό και έχουν ένα έργο, να υμνούν το Θεό και να διακονούν το θείο του θέλημα. Έτσι το λέει και ο αγιώτατος, ιερώτατος και θεολογικώτατος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: «Όλη η θεολογία, δηλαδή η Αγία Γραφή, έχει ξεχωρίσει τις ουράνιες δυνάμεις σε εννέα τάγματα»· ο θείος διδάσκαλος τις κατατάσσει αυτές σε τρία τριαδικά συστήματα. «Πρώτη τριάδα», λέει, «είναι αυτή που είναι πάντοτε γύρω από το Θεό και είναι έτοιμη να ενωθεί μαζί του αμέσως, δηλαδή η τάξη των εξαπτέρυγων Σεραφίμ, των πολυόμματων Χερουβίμ και των αγιώτατων Θρόνων· δεύτερη τριάδα είναι των Κυριοτήτων, των Δυνάμεων και των Εξουσιών· και τρίτη και τελευταία τριάδα είναι των Αρχών, των Αρχαγγέλων και των Αγγέλων». Μερικοί λένε ότι δημιουργήθηκαν πριν απ’ όλη τη δημιουργία, όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, που λέει: «(Ο Θεός) πρώτα συλλαμβάνει στο νου τις ουράνιες δυνάμεις των αγγέλων, και η σκέψη του έγινε πράξη». Άλλοι λένε ότι δημιουργήθηκαν μετά τη δημιουργία του πρώτου ουρανού. Όλοι βέβαια συμφωνούν ότι έγιναν πριν την πλάση του ανθρώπου. Εγώ συμφωνώ με το Θεολόγο Γρηγόριο. Διότι έπρεπε πρώτα να δημιουργηθούν οι νοερές ουσίες, έπειτα τα αισθητά, και στο τέλος και από τα δύο ο άνθρωπος. Όσοι τέλος ισχυρίζονται ότι οι άγγελοι είναι οι δημιουργοί των διαφόρων υπάρξεων, αυτοί αποτελούν το στόμα του πατέρα τους, του Διαβόλου· διότι οι άγγελοι είναι κτίσματα και όχι δημιουργοί. Δημιουργός, προνοητής και συντηρητής όλων είναι μόνον ο άκτιστος Θεός, ο οποίος υμνείται και δοξάζεται στο πρόσωπο του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

ΚΕΦ. 18 Για το Διάβολο και τους δαίμονες.

Για το Διάβολο και τους δαίμονες.

 Απ’ αυτές τις αγγελικές δυνάμεις αρχηγός της τάξεως γύρω και πάνω στη γη, που ο Θεός του ανάθεσε τη φύλαξή της, (ήταν ο Διάβολος)· δεν ήταν πονηρός από τη φύση του, αλλά αγαθός και με προορισμό το αγαθό, χωρίς να έχει μέσα του κανένα ίχνος κακίας για το Δημιουργό. Επειδή όμως δεν δέχθηκε το φωτισμό και την τιμή που του δώρησε ο Δημιουργός, με τη δική του ελεύθερη επιλογή ξέφυγε από τη φυσική κατάσταση στην παρά φύση. Υπερηφανεύθηκε απέναντι στο δημιουργό του Θεό και θέλησε να επαναστατήσει εναντίον του· αφού πρώτα απομακρύνθηκε από το αγαθό, κατάληξε στο κακό. Διότι το κακό δεν είναι τίποτε άλλο παρά στέρηση του αγαθού· όπως και το σκοτάδι είναι έλλειψη του φωτός. Το αγαθό είναι πνευματικό φως· παρόμοια και το κακό είναι πνευματικό σκοτάδι. Παρόλο, λοιπόν, που ο Δημιουργός τον έπλασε αγαθό –σύμφωνα με το: «Είδε ο Θεός τα δημιουργήματα που έπλασε και ήταν όλα πολύ καλά»– εκείνος όμως, με την ελεύθερη θέλησή του, έγινε σκοτεινός. Και άπειρο πλήθος αγγέλων, που είχε στις διαταγές του, επαναστάτησε μαζί του και τον ακολούθησε στην πτώση του. Και παρότι έχουν την ίδια φύση με τους αγγέλους, έχουν γίνει κακοί, επειδή έστρεψαν με τη θέλησή τους την προτίμηση από το αγαθό προς το κακό. Δεν έχουν βέβαια ούτε εξουσία ούτε δύναμη εναντίον κάποιου, παρά μόνον όταν τους επιτρέψει ο Θεός σύμφωνα με το σχέδιο της οικονομίας του, όπως στην περίπτωση του Ιώβ και όπως έχει γραφεί στο Ευαγγέλιο για τους χοίρους. Όταν όμως το επιτρέψει ο Θεός, και δύναμη έχουν και αλλάζουν και μεταμορφώνονται φανταστικά σε όποια μορφή θέλουν. Το μέλλον δεν το γνωρίζουν ούτε οι άγγελοι του Θεού ούτε οι δαίμονες· κάνουν όμως προβλέψεις. Οι άγγελοι προβλέπουν, επειδή τους τα αποκαλύπτει ο Θεός και προστάζει να τα προλέγουν. Γι’ αυτό, όσα λένε, εκπληρώνονται. Και οι δαίμονες όμως προλέγουν, άλλοτε επειδή βλέπουν αυτά που γίνονται στο μακρινό μέλλον και άλλοτε επειδή τα φαντάζονται· γι’ αυτό και λένε πολλά ψέμματα. Κανείς δεν πρέπει να τους πιστεύει, ακόμη κι αν λένε την αλήθεια ορισμένες φορές, με τον τρόπο που έχουμε πει. Διότι γνωρίζουν καλά και τις Γραφές. Κάθε κακία και τα ακάθαρτα πάθη είναι δική τους εφεύρεση. Τους επιτρέπεται βέβαια να πειράζουν τον άνθρωπο, χωρίς όμως να έχουν το δικαίωμα να τον εκβιάζουν· από μας εξαρτάται να συγκατατεθούμε στην προσβολή ή όχι. Γι’ αυτό και έχει ετοιμασθεί η ακοίμητη φωτιά και η αιώνια κόλαση για το Διάβολο και τους δαίμονές του, που τον ακολουθούν. Πρέπει να γνωρίζουμε επίσης ότι αυτό που είναι ο θάνατος για τους ανθρώπους, είναι η πτώση για τους αγγέλους. Διότι μετά την πτώση δεν υπάρχει γι’ αυτούς μετάνοια, όπως και για τους ανθρώπους μετά το θάνατό τους.

ΚΕΦ. 19 Για τα ορατά δημιουργήματα

Για τα ορατά δημιουργήματα 

Ο ίδιος ο Θεός μας, που τον δοξολογούμε ως Τριάδα και Μονάδα, «έφτιαξε τον ουρανό, τη γη και όλα όσα βρίσκονται σ’ αυτά»· έφτιαξε το σύμπαν από το μηδέν.

Άλλα τα έφτιαξε από ύλη που δεν προϋπήρχε, όπως τον ουρανό, τη γη, τον αέρα, τη φωτιά, το νερό.

Άλλα πάλι τα δημιούργησε από ύλη που ήδη είχε δημιουργήσει, για παράδειγμα τα ζώα, τα φυτά και τα σπέρματα.

Διότι αυτά έχουν δημιουργηθεί με πρόσταγμα του Δημιουργού από χώμα και νερό, από αέρα και φωτιά.

ΚΕΦ. 20 Για τον ουρανό

Για τον ουρανό 

Ο ουρανός είναι ο τόπος των ορατών και αοράτων δημιουργημάτων· διότι μέσα σ’ αυτόν περιλαμβάνονται και περικλείονται οι νοερές αγγελικές δυνάμεις και όλα τα αισθητά. Μόνο το θείο είναι απεριόριστο· το θείο γεμίζει, περιλαμβάνει και τα περικλείει όλα, επειδή είναι πέρα απ’ όλα και τα δημιούργησε όλα. Επειδή, λοιπόν, η Αγία Γραφή ομιλεί για ουρανό και «ουρανό του ουρανού» και «ουρανούς των ουρανών» και ο μακάριος Παύλος λέει ότι ανέβηκε «έως τον τρίτο ουρανό», λέμε ότι στη δημιουργία του σύμπαντος έχουμε την παράδοση για τη δημιουργία του ουρανού· οι σοφοί του κόσμου ονομάζουν τον ουρανό άναστρη σφαίρα, αφού οικειοποιήθηκαν τη διδασκαλία του Μωϋσή. Ακόμη ο Θεός και το στερέωμα το ονόμασε ουρανό· έδωσε μάλιστα την εντολή να σχηματισθεί στο μέσον του νερού και να χωρίζει το νερό που υπάρχει πάνω από το στερέωμα από το νερό που είναι κάτω από το στέρεωμα. Ο Μέγας Βασίλειος, που έχει εντρυφήσει στην Αγία Γραφή, λέει ότι η φύση του είναι λεπτή σαν καπνός. Άλλοι πάλι λένε ότι είναι υδάτινη, επειδή βρίσκεται στο μέσον του νερού. Άλλοι τέλος λένε ότι αποτελείται η φύση του από τέσσερα στοιχεία και άλλοι ότι είναι πέμπτο σώμα, διαφορετικό από τα τέσσερα. Οριμένοι βέβαια νόμισαν ότι ο ουρανός περικλείει τα πάντα κυκλικά, ότι είναι σφαιρικός και ότι από παντού αυτός είναι το πιο ψηλό σημείο, ενώ το κατώτερο μέρος του είναι το πιο κεντρικό σημείο του τόπου που περικλείει· θεώρησαν επίσης ότι τα πιο αβαρή και ελαφρά σώματα έχουν λάβει από το Δημιουργό τις ψηλές θέσεις, ενώ τα βαριά και με ροπή προς τα κάτω σώματα κατέχουν τις χαμηλότερες θέσεις, που είναι στο κέντρο. Η φωτιά ασφαλώς είναι το πιο ελαφρύ και ανυψωτικό στοιχείο, τό οποίο, λένε, έχει πάρει θέση αμέσως μετά τον ουρανό· και το ονομάζουν αυτό αιθέρα, μετά τον οποίο κατώτερος είναι ο αέρας. Η γη όμως και το νερό, σαν βαρύτερα και με ροπή προς τα κάτω, λένε ότι βρίσκονται στο μέσον· έτσι συμβαίνει να είναι αντιμέτωπα στο κάτω μέρος η γη και το νερό –και το νερό είναι πιο ελαφρύ από τη γη, γι’ αυτό είναι και πιο ευκίνητο απ’ αυτήν– και από πάνω κυκλικά από παντού ο αέρας σαν μανδύας και γύρω από τον αέρα από παντού ο αιθέρας, ενώ έξω απ’ όλα κυκλικά βρίσκεται ο ουρανός. Λένε, επίσης, ότι ο ουρανός κινείται κυκλικά και συσφίγγει τα σώματα που είναι μέσα· γι’ αυτό μένουν σταθερά και αδιάπτωτα. Λένε ακόμη ότι υπάρχουν επτά ζώνες του ουρανού, η μία πιο ψηλά από την άλλη. Και λένε, επίσης, ότι ο ουρανός έχει πολύ λεπτή σύσταση, σαν καπνός, και στη κάθε ζώνη του είναι κι ένας πλανήτης· διότι είπαν ότι υπάρχουν επτά πλανήτες: ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Δίας, ο Ερμής, ο Άρης, η Αφροδίτη και ο Κρόνος. Και ονομάζουν Αφροδίτη αυτόν που γίνεται άλλοτε Εωσφόρος και άλλοτε Έσπερος. Τους ονόμασαν πλανήτες, διότι έχουν την αντίθετη κίνηση μ’ αυτήν του ουρανού· διότι, ενώ ο ουρανός και τα υπόλοιπα άστρα κινούνται από την ανατολή προς τη δύση, μόνον αυτοί έχουν την κίνηση από τη δύση στην ανατολή. Και αυτό θα το αντιληφθούμε από τη σελήνη, η οποία οπισθοδρομεί λίγο κάθε βράδυ. Όσοι, λοιπόν, είπαν ότι ο ουρανός είναι σφαιρικός, υποστηρίζουν πιθανόν ότι είναι μακριά και απέχει από τη γη, και από πάνω και από τα πλάγια και από κάτω. Λέγοντας από κάτω και από τα πλάγια εννοώ τόσο, όσο απέχει από τις αισθήσεις μας, επειδή, σύμφωνα με τη λογική, ο ουρανός κατέχει από παντού τον πάνω τόπο, ενώ η γη τον κάτω. Ακόμη λένε ότι ο ουρανός κυκλώνει σφαιρικά τη γη και περιστρέφει μαζί του με την ταχύτατη κίνησή του τον ήλιο, τη σελήνη και τα άστρα· επίσης, όταν ο ήλιος είναι πάνω από τη γη, εδώ γίνεται ημέρα, ενώ, όταν είναι κάτω από τη γη, γίνεται νύχτα. Όταν πάλι ο ήλιος βρίσκεται κάτω από τη γη, εδώ γίνεται νύχτα, ενώ εκεί ημέρα. Άλλοι πάλι φαντάσθηκαν ότι ο ουρανός είναι ημισφαίριο, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη Δαβίδ: «Ο (Θεός) απλώνει τον ουρανό σαν δέρμα», και που δηλώνουν τη σκηνή. Σύμφωνα, επίσης, με τον Ησαΐα: «Ο Θεός έφτιαξε τον ουρανό σαν καμάρα». Και όταν δύει ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα διαγράφουν κύκλο γύρω από τη γη, από τη δύση έως το βορά, κι έτσι επανέρχεται στην ανατολή. Αλλά, είτε έτσι, είτε διαφορετικά, όλα έχουν γίνει και στερεωθεί με την προσταγή του Θεού, και έχουν ως αμετακίνητο θεμέλιο το θείο θέλημα και τη θεία απόφαση. «Διότι, Αυτός είπε και έγιναν· Αυτός έδωσε εντολή και δημιουργήθηκαν. Τα δημιούργησε για να μένουν αιώνια· έδωσε εντολή που δεν θα μείνει ενενέργητη». Υπάρχει, λοιπόν, ο ουρανός του ουρανού, ο πρώτος ουρανός, που είναι πάνω από το στερέωμα. Να, δύο ουρανοί: «διότι και το στερέωμα ο Θεός το ονόμασε ουρανό». Αποτελεί συνήθεια για την Αγία Γραφή και τον αέρα να τον ονομάζει ουρανό, διότι τον βλέπουμε πάνω. Καθώς λέει: «Δοξολογείτε (το Θεό) όλα τα πτηνά του ουρανού», και εννοεί τον αέρα. Διότι ο αέρας είναι ο τόπος των πτηνών και όχι ο ουρανός. Να, που έχουμε τρεις ουρανούς, όπως λέει ο θείος απόστολος. Κι αν θελήσεις πάλι να θεωρήσεις και τις επτά ζώνες σαν τους επτά ουρανούς, καθόλου δεν θα ξεφύγεις από την αλήθεια. Είναι μάλιστα συνήθεια της εβραϊκής γλώσσας να ονομάζει τον ουρανό στον πληθυντικό ως ουρανούς. Αντί να πει ουρανό του ουρανού, είπε ουρανούς των ουρανών, πράγμα που σημαίνει ουρανό του ουρανού, ο οποίος είναι πάνω από το στερέωμα· δηλώνει όμως και τα νερά που είναι πάνω από τους ουρανούς, ή πάνω από τον αέρα και από το στερέωμα, ή πάνω από τις επτά ζώνες του στερεώματος, ή πάνω από το στερέωμα, το οποίο σύμφωνα με τη συνήθεια της εβραϊκής γλώσσας λέγεται στον πληθυντικό αριθμό «ουρανοί». Όλα, λοιπόν, όσα δημιουργούνται, φθείρονται σύμφωνα με την τάξη της φύσεως· και οι ουρανοί, επομένως, συγκρατούνται και διατηρούνται με τη χάρη του Θεού. Μόνον ο Θεός είναι από τη φύση του χωρίς αρχή και τέλος. Γι’ αυτό και λέει η Αγία Γραφή: «Αυτοί θα χαθούν, εσύ όμως θα παραμένεις». Δεν θα εξαφανισθούν όμως τελείως οι ουρανοί· «διότι οι ουρανοί θα παλιώσουν, θα τυλιχθούν σαν ρούχο και θ’ αλλάξουν», και τότε «θα σχηματισθεί καινούριος ουρανός και καινούρια γη» Στην έκταση ο ουρανός είναι πολύ μεγαλύτερος από τη γη. Δεν πρέπει όμως ν’ αναζητάμε την ουσία του ουρανού, διότι μας είναι άγνωστη. Και κανείς να μην θεωρεί ότι οι ουρανοί και τ’ αστέρια έχουν ψυχή· διότι είναι άψυχα και χωρίς αισθήσεις. Επομένως, αν και λέει η Αγία Γραφή, «ας ευφρανθούν οι ουρανοί και ας χαρεί η γη», εννοεί ότι προσκαλεί να χαρούν οι άγγελοι στον ουρανό και οι άνθρωποι στη γη. Διότι η Αγία Γραφή γνωρίζει να προσωποποιεί και να ομιλεί για τα άψυχα σαν να πρόκειται για έμψυχα, όπως όταν λέει: «η θάλασσα είδε και απομακρύνθηκε, ο Ιορδάνης γύρισε προς τα πίσω», και επίσης «γιατί, θάλασσα, απομακρύνθηκες και συ, Ιορδάνη, γύρισες προς τα πίσω»;. Και τα βουνά και οι λόφοι παρακινούνται να σκιρτήσουν, όπως κι εμείς συνηθίζουμε να λέμε «συγκεντρώθηκε η πόλη», χωρίς να θέλουμε να δείξουμε τα οικοδομήματα αλλά τους κατοίκους της πόλεως. Καί λέγοντας «οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού», δεν εννοούμε ότι αφήνουν φωνή που την ακουν τ’ αυτιά, αλλά ότι παρουσιάζουν σε μας με το μέγεθός τους τη δύναμη του Δημιουργού· έτσι, κατανοούμε το κάλλος τους και δοξάζουμε το Δημιουργό σαν άριστο τεχνίτη.

ΚΕΦ. 21 Για το φως, τη φωτιά, τους φωστήρες, δηλαδή τον ήλιο, τη σελήνη και τα άστρα.

Για το φως, τη φωτιά, τους φωστήρες, δηλαδή τον ήλιο, τη σελήνη και τα άστρα. 

Η φωτιά είναι ένα από τα τέσσερα στοιχεία, ελαφρύ και ανυψωτικό σε σχέση με τα υπόλοιπα· καυστική και συγχρόνως φωτιστική· τη δημιούργησε ο Δημιουργός την πρώτη ημέρα. Διότι λέει η Αγία Γραφή: «Και είπε ο Θεός· να δημιουργηθεί φως, και δημιουργήθηκε». Καθόσον, η φωτιά δεν είναι κάτι το διαφορετικό από το φως, όπως λένε μερικοί. Άλλοι πάλι λένε ότι το «κοσμικό πυρ» είναι πάνω από τον αέρα και το ονομάζουν αιθέρα. Στην αρχή, λοιπόν, την πρώτη ημέρα δημιούργησε ο Θεός το φως, σαν στολίδι και κόσμημα όλου του ορατού κόσμου. Διότι, αν αφαιρέσεις το φως, όλα μένουν μέσα στο σκοτάδι άγνωστα, επειδή δεν μπορούν να φανερώσουν την ομορφιά τους. «Και ονόμασε ο Θεός το φως ημέρα, ενώ το σκοτάδι νύχτα». Και το σκοτάδι δεν είναι κάποια ύπαρξη, αλλά κάποιο συμβάν· είναι απουσία του φωτός. Διότι ο αέρας δεν έχει μέσα στην ουσία του το φως. Ονόμασε, λοιπόν, ο Θεός σκοτάδι τη στέρηση του αέρα από το φως. Και η ουσία του αέρα δεν είναι σκοτάδι, αλλά η στέρησή του από το φως, πράγμα το οποίο δηλώνει ένα γεγονός που συμβαίνει παρά μια ουσία. Και δεν ονόμασε πρώτα τη νύχτα, αλλά την ημέρα· έτσι, πρώτα είναι η ημέρα και τελευταία η νύχτα. Η νύχτα, λοιπόν, ακολουθεί την ημέρα, και από την αρχή μιας ημέρας έως την άλλη ημέρα σχηματίζεται ένα ημερόνυχτο. Και το είπε η Αγία Γραφή: «Έγινε βράδυ, έγινε πρωΐ, σχηματίσθηκε ένα ημερόνυχτο». Στις τρεις, λοιπόν, ημέρες καθώς το φως διαχεόταν και συστελλόταν με θεία εντολή, έγινε η ημέρα και η νύχτα. Και την τέταρτη ημέρα ο Θεός δημιούργησε το μεγάλο αστέρι, δηλαδή τον ήλιο, για να ορίζει την αρχή και τη διεύθυνση της ημέρας· διότι αυτός συνιστά την ημέρα, καθώς ημέρα έχουμε όταν ο ήλιος είναι πάνω στη γη· και διάρκεια ημέρας είναι η διαδρομή του ήλιου πάνω στη γη από την ανατολή μέχρι τη δύση του. Δημιούργησε ακόμη το μικρότερο αστέρι, δηλαδή τη σελήνη, και τα αστέρια για να ορίζουν την αρχή και τη διεύθυνση της νύχτας φωτίζοντάς την. Νύχτα έχουμε όταν ο ήλιος είναι κάτω από τη γη και διάρκεια της νύχτας είναι η διαδρομή του ήλιου κάτω από τη γη από τή δύση έως την ανατολή του. Η σελήνη, λοιπόν, και τα αστέρια ορίσθηκαν για να φωτίζουν τη νύχτα· αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά την ημέρα είναι κάτω από τη γη, διότι υπάρχουν και την ημέρα αστέρια πάνω από τη γη· αλλά ο ήλιος με το λαμπρότερο φως του σκεπάζει και τ’ αστέρια και τη σελήνη, και δεν τα αφήνει να φαίνονται. Σ’ αυτά τ’ αστέρια ο Δημιουργό έδωσε το πρωτοδημιούργητο φως του, όχι διότι δεν είχε άλλο φως, αλλά για να μην παραμείνει εκείνο το φως άχρηστο. Διότι το αστέρι δεν είναι το ίδιο το φως, αλλά δοχείο του φωτός. Λένε ότι απ’ αυτά τ’ αστέρια προέρχονται οι επτά πλανήτες, οι οποίοι κινούνται αντίθετα από την κίνηση του ουρανού· γι’ αυτό και τους ονόμασαν πλανήτες. Λένε, δηλαδή, ότι ο ουρανός κινείται από την ανατολή στη δύση, ενώ οι πλανήτες από τη δύση στην ανατολή· λένε ακόμη ότι ο ουρανός με την ταχύτητα της κινήσεώς του συμπαρασύρει τους επτά πλανήτες. Τα ονόματα των επτά πλανητών είναι τα εξής: Ήλιος, Σελήνη, Ζευς, Ερμής, Άρης, Αφροδίτη και Κρόνος. Και σε κάθε ζώνη του ουρανού υπάρχει και ένας από τους επτά πλανήτες. Στήν πρώτη και ψηλότερη ζώνη ο Κρόνος, στη δεύτερη ο Δίας, στην τρίτη ο Άρης, στην τέταρτη ο Ήλιος, στην πέμπτη η Αφροδίτη, στην έκτη ο Ερμής και στην έβδομη και χαμηλότερη η Σελήνη. Διανύουν ατέλειωτη διαδρομή, που ο Δημιουργός τούς όρισε, καθώς έθεσε τα θεμέλιά τους, όπως το λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Τη Σελήνη και τα άστρα, των οποίων Εσύ έθεσες τα θεμέλια». Λέγοντας «θεμελίωσες», εννοεί τη σταθερή και αμετάβλητη τάξη και σειρά, που τους έδωσε ο Θεός. Διότι τα έχει τάξει να ορίζουν τις εποχές, τις ημέρες και τα έτη. Από τον ήλιο δηλαδή σχηματίζονται οι τέσσερις εποχές. Πρώτη η άνοιξη. Στη διάρκειά της ο Θεός έφτιαξε το Σύμπαν· αυτό το αποδεικνύει το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα ανθίζουν τα φυτά αυτή την εποχή, η οποία και λέγεται περίοδος της ισημερίας· διότι κάνει να διαρκεί και η ημέρα και η νύχτα δώδεκα ώρες. Αυτή σχηματίζεται εξαιτίας της ανατολής του ήλιου από το μέσον του ορίζοντα, είναι εύκρατη, αυξάνει το αίμα, είναι θερμή και υγρή και είναι ανάμεσα στο χειμώνα και το καλοκαίρι· είναι πιο θερμή εποχή από το χειμώνα, αλλά και πιο ψυχρή και υγρή από το καλοκαίρι. Και διαρκεί αυτή η εποχή από την εικοστή πρώτη Μαρτίου μέχρι τις είκοσι τέσσερις Ιουνίου. Έπειτα, καθώς ανυψώνεται η ανατολή του ήλιου προς τα βορειότερα μέρη, ακολουθεί η θερινή περίοδος, που είναι ανάμεσα στην άνοιξη και το φθινόπωρο· από την άνοιξη έχει τη θερμότητα και από το φθινόπωρο την ξηρασία· είναι δηλαδή θερμή, ξερή και αυξάνει την ξανθή χολή. Και έχει πολύ μεγάλη ημέρα, διάρκειας δεκαπέντε ωρών, ενώ τη νύχτα πάρα πολύ μικρή, διάρκειας εννέα ωρών. Και διαρκεί αυτή η εποχή από τις είκοσι τέσσερις Ιουνίου έως τίς είκοσι πέντε Σεπτεμβρίου. Έπειτα, με την επάνοδο του ήλιου στο μέσο της ανατολής, η φθινοπωρινή περίοδος διαδέχεται τη θερινή, και είναι ανάμεσα στο ψύχος και τη θερμότητα, την ξηρασία και την υγρασία· βρίσκεται ανάμεσα στο καλοκαίρι και το χειμώνα, και διατηρεί από το καλοκαίρι την ξηρασία και από το χειμώνα την υγρασία· είναι δηλαδή ψυχρή και ξερή εποχή και αυξάνει τη μαύρη χολή. Αυτή, επίσης, είναι περίοδος της ισημερίας· έχει και η ημέρα και η νύχτα δώδεκα ώρες. Διαρκεί από τις είκοσι πέντε Σεπτεμβρίου μέχρι τις είκοσι πέντε Δεκεμβρίου. Όταν τέλος ο ήλιος κατέβει στο πιο μικρό και χαμηλό σημείο, δηλαδή τη μεσημβρινή ανατολή, φθάνει η χειμερινή περίοδος, που είναι ψυχρή και υγρή και βρίσκεται ανάμεσα στο φθινόπωρο και την άνοιξη· από το φθινόπωρο κρατάει την ψύχρα, ενώ από την άνοιξη την υγρασία. Η περίοδος αυτή έχει την πιο μικρή ημέρα, από εννέα ώρες, και την πιο μεγάλη νύχτα, από δεκαπέντε ώρες· έχει την ιδιότητα ν’ αυξάνει τα φλέγματα. Διαρκεί από τις είκοσι πέντε Δεκεμβρίου μέχρι την εικοστή πρώτη Μαρτίου. Καθόσον ο Δημιουργός με πολλή σοφία προνόησε, να μη μεταβαίνουμε από το υπερβολικό ψύχος ή τη θερμότητα ή την υγρασία ή την ξηρασία στην ακριβώς αντίθετη κατάσταση και έτσι να πέφτουμε στις πιο βαριές ασθένειες. Διότι η λογική μας διδάσκει ότι οι ξαφνικές αλλαγές είναι επικίνδυνες. Έτσι, λοιπόν, ο ήλιος σχηματίζει τις εποχές και με αυτές ολοκληρώνει το έτος, αλλά και τις ημέρες και τις νύχτες· τις ημέρες τις σχηματίζει με την ανατολή του και την πορεία πάνω από τη γη, ενώ τις νύχτες με τη δύση του κάτω από τη γη και με την παραχώρηση του φωτισμού του στους άλλους φωστήρες, τη σελήνη δηλαδή και τ’ αστέρια. Λένε, επίσης, ότι υπάρχουν στον ουρανό και δώδεκα ζώδια από αστέρια, που έχουν αντίθετη κίνηση από τον ήλιο, τη σελήνη και τους άλλους πέντε πλανήτες· και ότι ανάμεσα από τα δώδεκα ζώδια περνούν οι επτά πλανήτες. Ο ήλιος, λοιπόν, συμπληρώνει ένα μήνα κατά τη διάρκεια κάθε ζωδίου κι έτσι στους δώδεκα μήνες περνά μέσα από τα δώδεκα ζώδια. Τα ονόματα των δώδεκα ζωδίων και οι αντίστοιχοι μήνες τους είναι οι εξής: ο Κριός, την 21η του μήνα Μαρτίου δέχεται τον ήλιο, ο Ταύρος την 23η Απριλίου, οι Δίδυμοι την 24η Μαΐου, ο Καρκίνος την 24η Ιουνίου, ο Λέων την 25η Ιουλίου, ο Παρθένος την 25η Αυγούστου, ο Ζυγός την 25η Σεπτεμβρίου, ο Σκορπιός την 25η Οκτωβρίου, ο Τοξότης την 25η Νοεμβρίου, ο Αιγόκερως την 25η Δεκεμβρίου, ο Υδροχόος την 25η Ιανουαρίου, οι Ιχθύες την 24η Φεβρουαρίου. Η σελήνη όμως περνά από τα δώδεκα ζώδια κάθε μήνα, επειδή βρίσκεται πιο χαμηλά και τα διατρέχει πιο γρήγορα. Είναι, δηλαδή, όπως όταν κατασκευάσεις μια σφαίρα μέσα σε άλλη· τότε η εσωτερική σφαίρα θα είναι μικρότερη. Έτσι και η διαδρομή της σελήνης, που βρίσκεται πιο χαμηλά, είναι λιγότερη και διανύεται γρηγορότερα. Οι ειδωλολάτρες βέβαια ισχυρίζονται ότι η ζωή μας καθορίζεται από την ανατολή, τη δύση και τη σύγκρουση αυτών των άστρων, δηλαδή του ήλιου και της σελήνης· και με αυτά βέβαια ασχολείται η αστρολογία. Εμείς όμως υποστηρίζουμε ότι μπορεί κάποια συμβάντα να προέρχονται απ’ αυτά, όπως η βροχή και η ανομβρία, η ψύχρα και η ζέστη, η υγρασία και η ξηρασία, οι άνεμοι και τα παρόμοια· σε καμία περίπτωση όμως δεν εξαρτώνται οι πράξεις μας. Διότι ο Δημιουργός μας έπλασε αυτεξούσιους, να είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας. Εάν, ό,τι κάνουμε το οφείλουμε στην κίνηση των αστέρων, τότε το κάνουμε καταναγκαστικά· και ό,τι γίνεται καταναγκαστικά, δεν είναι ούτε αρετή ούτε κακία. Αν όμως δέν έχουμε αποκτήσει ούτε αρετή ούτε κακία, τότε δεν αξίζουμε ούτε επαίνους και βραβεία, ούτε κατηγορίες και τιμωρίες· θ’ αποδειχθεί μάλιστα ότι και ο Θεός είναι άδικος, διότι σ’ άλλους μοιράζει αγαθά και σ’ άλλους θλίψεις. Κι αν όλα τα κατευθύνει η ανάγκη, τότε ο Θεός δεν θα χρειαστεί να κυβερνά και να προνοεί για τα δημιουργήματά του. Και η λογική ακόμη θα μας είναι περιττή· διότι αν δεν είμαστε υπεύθυνοι για καμιά μας πράξη, τότε περιττεύει η λογική. Καθόσον, το λογικό μας έχει δοθεί για να σκεφτόμαστε· γι’ αυτό, κάθε λογικό ον είναι και αυτεξούσιο (υπεύθυνο). Εμείς όμως ισχυριζόμαστε ότι τα άστρα δεν είναι η αιτία κανενός απ’ αυτά που συμβαίνουν, ούτε αιτία δημιουργίας των δημιουργημάτων ούτε αιτία καταστροφής αυτών που φθείρονται· αλλά μάλλον είναι προμηνύματα βροχών και αλλαγής των αέρων. Κατά τον ίδιο τρόπο θα έλεγε κάποιος ότι δεν αποτελούν αίτια των πολέμων αλλά συνιστούν προμηνύματα. Και η ποιότητα του αέρα, η οποία δημιουργείται από τον ήλιο, τη σελήνη και τα άστρα, συνθέτει κάθε φορά διαφορετικές κράσεις, συνήθειες και διαθέσεις. Οι συνήθειες μάλιστα εξαρτώνται από μας· διότι τις εξουσιάζει η λογική και στις μεταβολές τους κατευθύνονται απ’ αυτήν. Σχηματίζονται μάλιστα πολύ συχνά και κομήτες, κάποια σημάδια δηλαδή που φανερώνουν το θάνατο των βασιλέων· αυτοί δεν ανήκουν στα άστρα που δημιουργήθηκαν εξαρχής, αλλά σχηματίστηκαν σε ειδική περίπτωση με θείο πρόσταγμα και πάλι διαλύονται. Επειδή και ο αστέρας που φάνηκε στους μάγους στη φιλάνθρωπη και σωτήρια κατά σάρκα γέννηση του Κυρίου, δεν ήταν από τα άστρα που δημιουργήθηκαν από την αρχή της δημιουργίας. Και φαίνεται αυτό από το γεγονός ότι η πορεία του ήταν άλλοτε από ανατολή στη δύση, άλλοτε από βορρά προς νότο, άλλοτε χανόταν και άλλοτε φαινόταν. Τα χαρακτηριστικά δηλαδή αυτά δεν ανήκαν στην τάξη ή τη φύση των άστρων. Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι η σελήνη φωτίζεται από τον ήλιο, όχι διότι δεν είχε ο Θεός να της δώσει ιδιαίτερο φως, αλλά για να υπάρχει ρυθμός και τάξη μέσα στη δημιουργία, με τη διαβάθμιση άρχοντα και υπηκόου· για να μάθουμε κι εμείς να είμαστε κοινωνικοί μεταξύ μας, να προσφέρουμε στους άλλους και να υποτασσόμαστε πρώτα στο Δημιουργό και Πλάστη μας, το Θεό και Δεσπότη, και έπειτα στους άρχοντες που Αυτός έχει ορίσει· μήτε να εξετάζουμε, γιατί έχει αυτός την εξουσία και όχι εγώ· αλλά όλα όσα μας δίνει ο Θεός να τα δεχόμαστε με ευχαρίστηση και ευγνωμοσύνη. Ο ήλιος και η σελήνη παθαίνουν έκλειψη· κι έτσι αποδεικνύουν ως ανόητη πράξη την προσκύνηση των δημιουργημάτων και όχι του Δημιουργού· διότι τα κτίσματα τούς διδάσκουν ότι μεταβάλλονται και αλλοιώνονται. Και κάθε τι το μεταβλητό δεν είναι Θεός· διότι σύμφωνα με τη φύση τους όλα τα μεταβλητά είναι φθαρτά. Ο ήλιος παθαίνει έκλειψη, όταν το σώμα της σελήνης παρεμβάλλεται σαν κάποιος μεσότοιχος και ρίχνει τη σκιά της, χωρίς να επιτρέπει να μεταδοθεί το φως της σε μας. Και όσο διάστημα το σώμα της σελήνης κρύβει τον ήλιο, τόσο διαρκεί και η έκλειψη. Και μην απορείς, αν το σώμα της σελήνης είναι πιο μικρό. Διότι και ο ήλιος θεωρείται από ορισμένους πολύ μεγαλύτερος από τη γη, ενώ από τους Αγίους Πατέρες ίσος προς τη γη· και παρ’ όλ’ αυτά συχνά ένα μικρό σύννεφο ή ένας μικρός λόφος ή τοίχος τον σκεπάζει. Η έκλειψη όμως της σελήνης προκαλείται από τη σκιά της γης, όταν η σελήνη γίνει δεκαπέντε ημερών και βρεθεί στο απέναντι αντίθετο άκρο· (σε μια ευθεία) δηλαδή, ο ήλιος κάτω από τη γη, ενώ η σελήνη πάνω από τη γη. Τότε η γη ρίχνει τη σκιά της και δεν φθάνει το φως του ήλιου να φωτίσει τη σελήνη· έτσι γίνεται η έκλειψή της. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι ο Δημιουργός έφτιαξε τη σελήνη τέλεια, δηλαδή δεκαπέντε ημερών· διότι έπρεπε να δημιουργηθεί τέλεια. Και την τέταρτη ημέρα, όπως είπαμε, δημιουργήθηκε ο ήλιος. Προηγήθηκε, δηλαδή, από τον ήλιο ένδεκα ημέρες· καθώς από την τέταρτη έως τη δεκάτη πέμπτη υπάρχουν ένδεκα ημέρες. Και γι’ αυτό, στο έτος οι δώδεκα μήνες της σελήνης υπολείπονται ένδεκα ημέρες από τους δώδεκα μήνες του ήλιου· καθώς οι μήνες του ήλιου έχουν τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες. Γι’ αυτό με με τον υπολογισμό ενός τετάρτου της ημέρας κάθε τέσσερα χρόνια συμπληρώνεται μία ημέρα, η οποία ονομάζεται δίσεκτος. Κι έτσι το έτος εκείνο έχει τριακόσιες εξήντα έξι ημέρες. Τα έτη όμως της σελήνης έχουν τριακόσιες πενήντα τέσσερις ημέρες· διότι η σελήνη, αφότου γεννηθεί, δηλαδή εμφανισθεί ως νέα, μεγαλώνει έως ότου γίνει δεκατέσσερις και μισή ημέρες· τότε αρχίζει να μικραίνει έως την εικοστή ενάτη και μισή ημέρα, οπότε γίνεται τελείως σκοτεινή. Και πάλι όμως έρχεται σε επαφή με τον ήλιο, ξαναγεννιέται και γίνεται νέα προτυπώνοντας τη δική μας ανάσταση. Κάθε έτος, λοιπόν, επιστρέφει στον ήλιο τις ένδεκα ημέρες. Και έτσι, κάθε τρία χρόνια, δημιουργείται ο εμβόλιμος μήνας για τους Εβραίους· και το έτος εκείνο έχει δεκατρείς μήνες, λόγω της προσθήκης των ένδεκα ημερών. Και είναι φανερό ότι ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα είναι σύνθετα, και σύμφωνα με τη φύση τους πέφτουν στη φθορά. Δεν γνωρίζουμε βέβαια τη φύση τους. Ορισμένοι λένε ότι η φωτιά είναι αφανής, επειδή είναι έξω από την ύλη· γι’ αυτό και χάνεται, όταν σβήνει. Άλλοι πάλι λένε ότι, όταν σβήνει, μεταβάλλεται σε αέρα. Ο ζωδιακός κύκλος κινείται πλάγια, διαιρεμένος σε δώδεκα τμήματα, τα οποία ονομάζουμε ζώδια. Το κάθε ζώδιο έχει τρεις δεκανούς (διαίρεση του ζωδιακού κύκλου: τόξο δέκα μοιρών που αντιστοιχεί σε 10 ημέρες), δηλαδή τριάντα μοίρες· η κάθε μοίρα έχει εξήντα λεπτά. Έτσι ο ουρανός έχει τριακόσιες εξήντα μοίρες, δηλαδή εκατόν ογδόντα μοίρες το πάνω από τη γη ημισφαίριο και εκατόν ογδόντα το κάτω. Οίκοι (αστρολογικά σημεία του ζωδιακού κύκλου, στα οποία όταν εισέλθει ο πλανήτης, δέχεται επίδραση) των πλανητών Ο Κριός και ο Σκορπιός είναι οίκος του Άρη, ο Ταύρος και ο Ζυγός της Αφροδίτης, οι Δίδυμοι και η Παρθένος του Ερμή, ο Καρκίνος της Σελήνης, ο Λέων του Ήλιου, ο Τοξότης και οι Ιχθείς του Δία, ο Αιγόκερως και ο Υδροχόος του Κρόνου. Υψώματα (η υψηλή στάση του αστέρα στον ορίζοντα). Ο Κριός είναι ύψωμα του Ήλιου, ο Ταύρος της Σελήνης, ο Καρκίνος του Δία, η Παρθένος του Άρη, ο Ζυγός του Κρόνου, ο Αιγόκερως του Ερμή, οι Ιχθείς της Αφροδίτης. Τα σχήματα της Σελήνης. Σύνοδος είναι όταν η σελήνη φθάσει στη μοίρα που βρίσκεται ο ήλιος· γέννα είναι όταν έχει απομακρυνθεί από τον ήλιο δεκαπέντε μοίρες· ανατολή, όταν δύο φορές φανεί ημισέληνος και απέχει εξήντα μοίρες· διχοτόμοι δύο, όταν απέχει ενενήντα μοίρας· αμφίκυρτοι δύο, όταν απέχει εκατόν είκοσι μοίρες· πλήρεις φωτισμού δύο, οι οποίες λέγονται και πλησιφαείς, όταν απέχει εκατόν πενήντα μοίρες· πανσέληνος, όταν απέχει εκατόν ογδόντα μοίρες. Είπαμε δύο φορές, δηλαδή μία όταν γεμίζει και μία όταν αδειάζει. Η σελήνη περνά κάθε ζώδιο στο διάστημα διόμισυ ημερών.