Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Ασκητήριο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού.


Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός είναι ένας από τους ποιητές και υμνογράφους της Αγίας μας Εκκλησίας. Κατεβαίνοντας μέσα στο ασκητήριο του, απορεί κανείς πως μέσα σε αυτόν τον τόσο μικρό χώρο μπορούσε να γράψει όλα εκείνα τα καταπληκτικά τροπάρια.

Μεταφραση

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Κεφάλαιο 54 Για τον Τρισάγιο Ύμνο.


Κεφάλαιο 54 
Για τον Τρισάγιο Ύμνο. 

Γι’ αυτό το λόγο και χαρακτηρίζουμε βλάσφημη την προσθήκη που έκανε στον Τρισάγιο Ύμνο ο ανόητος Πέτρος ο Κναφέας· διότι εισάγει εσφαλμένα τέταρτο πρόσωπο (στην Τριάδα) και διακρίνει τον Υιό του Θεού, την ενυπόστατη δύναμη του Πατέρα, από τον Εσταυρωμένο, ότι τάχα είναι άλλος από τον ισχυρό (Θεό)· ή θεωρεί ότι η Αγία Τριάδα πάσχει και ότι μαζί με τον Υιό σταυρώνεται και ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα. Ας αφήσουμε στην άκρη αυτή τη βλάσφημη και πρωτοφανή φλυαρία. Διότι εμείς θεωρούμε ότι το «Άγιος ο Θεός» αναφέρεται στον Πατέρα, χωρίς να περιορίζουμε το όνομα του Θεού μόνο σ’ αυτόν, αλλά αναγνωρίζουμε (ως Θεό) και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Το «Άγιος ισχυρός» το απευθύνουμε στον Υιό χωρίς ν’ απογυμνώνουμε από τη δύναμη τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Και το «Άγιος αθάνατος» το απευθύνουμε στο Άγιο Πνεύμα, χωρίς ν’ αποκλείουμε από την αθανασία τον Πατέρα και τον Υιό, αλλά αποδίδουμε σε κάθε υπόσταση όλα τα ονόματα του Θεού με απλό και κατηγορηματικό τρόπο· μιμούμαστε το θείο απόστολο που λέει: «Για μας ένας είναι ο Θεός, ο Πατέρας, από τον οποίο προήλθαν τα πάντα και εμείς, και ένας Κύριος Ιησούς Χριστός, με τον οποίο έγιναν όλα και εμείς απ’ αυτόν, και ένα το Άγιο Πνεύμα, μέσα στο οποίο ζουν όλα και εμείς επίσης». Δεχόμαστε, επίσης, και τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου: «Για μας ένας είναι ο Θεός, ο Πατέρας, που έκανε τα πάντα, ένας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, με τον οποίο έγιναν όλα, και ένα το Άγιο Πνεύμα, μέσα στο οποίο είναι όλα»· οι φράσεις «από τον οποίο», «με τον οποίο» και «μέσα στο οποίο» δεν κάνουν ξεχωριστές φύσεις –διότι δεν θα μεταβαλλόταν οι προθέσεις ή η σειρά των ονομάτων– αλλά αποδίδουν τις ιδιότητες της μιας και αδιαίρετης φύσεως. Και είναι φανερό αυτό· διότι ενώνονται πάλι σε μία φύση, εάν διαβαστεί με προσοχή εκείνο που λέει ο ίδιος απόστολος, ότι «όλα προέρχονται απ’ αυτόν και γίνονται μ’ αυτόν και απευθύνονται σ’ αυτόν· σ’ αυτόν ανήκει η αιώνια δόξα. Αμήν». Ότι ο τρισάγιος Ύμνος δεν αποδίδεται μόνο στον Υιό, αλλά στην Αγία Τριάδα, μάρτυρας είναι ο θείος και ιερός Αθανάσιος, ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος και όλη η χορεία των θεοφόρων πατέρων· τα άγια Σεραφείμ με την τριπλή αγιότητα φανερώνουν τις τρεις υποστάσεις της υπερουσίου θεότητος, και με την μία κυριότητα γνωρίζουν σε μας τη μία ουσία και βασιλεία της θεαρχικής Τριάδος. Λέει πράγματι ο θεολόγος Γρηγόριος: «Έτσι, λοιπόν, τα άγια των αγίων, τα οποία κρύβονται και από τα Σεραφείμ και δοξάζονται με τριπλό αγιασμό, οδηγούν σε μία κυριότητα και θεότητα· αυτό έχει μελετηθεί πολύ καλά και πολύ σοβαρά και από κάποιον άλλον απο τους προηγουμένους μας». Αυτοί που έγραψαν την εκκλησιαστική ιστορία διηγούνται ότι, όταν κάποτε ο λαός στην Κωνσταντινούπολη έκανε λιτανεία εξαιτίας κάποιος θεόσταλτης απειλής, την εποχή που ήταν πατριάρχης ο Πρόκλος, συνέβη ένα παιδί του λαού να αρπαγεί και να διδαχθεί από αγγέλους τον τρισάγιο ύμνο «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον εμάς»· και όταντο παιδί επανήλθε στον εαυτό του και ανήγγειλε αυτό που διδάχθηκε, τότε όλος ο λαός έψαλε τον ύμνο κι έτσι η απειλή σταμάτησε. Επίσης, η παράδοση λέει ότι ο τρισάγιος αυτός ύμνος ψάλθηκε και στην αγία και μεγάλη τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος· διότι έτσι αναφέρουν τα πρακτικά της ίδιας αυτής Αγίας Συνόδου. Επομένως, αποτελεί όντως γελειότητα και λογοπαίγνιο η τρισάγια ωδή που φανερώνει την τρισυπόστατη θεότητα, που την δίδαξαν οι άγγελοι και καθιερώθηκε με τη λήξη της λιτανείας και επικυρώθηκε και πιστοποιήθηκε από τη Σύνοδο τόσων Αγίων Πατέρων και υμνήθηκε προηγουμένως από τα Σεραφείμ, (η τρισάγια αυτή ωδή) να καταπατηθεί από την ανόητη αλαζονεία του Κναφέως και να διορθωθεί τάχα, σαν να είναι ανώτερος από τα Σεραφείμ. Αλίμονο στην αυθάδεια, για να μην πω την ανοησία! Εμείς όμως, ακόμη κι αν οι δαίμονες σκάζουν από το κακό τους, έτσι λέμε: «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος, ελέησον εμάς».

ΚΕΦ. 55 Για τη φύση και διαφορά, την ένωση και σάρκωση


Κεφάλαιο 55 
Για τη φύση και διαφορά, την ένωση και σάρκωση που θεωρείται στο γένος και στο άτομο, και πώς πρέπει να εννοούμε
«τη μία φύση του Θεού Λόγου σαρκωμένη».

 Η φύση ή γίνεται αντιληπτή με απλή παρατήρηση διότι δεν υφίσταται μόνη της ή γενικά συνδέει αυτές με όλες τις ομοειδείς υποστάσεις· και ονομάζεται φύση που γίνεται αντιληπτή στο είδος, ή γενικά η ίδια με την πρόσληψη των συμβεβηκότων σε μια υπόσταση και ονομάζεται φύση που γίνεται αντιληπτή στο μεμονωμένο άτομο. Ο Θεός Λόγος, λοιπόν, σαρκώθηκε χωρίς να προσλάβει φύση που γίνεται αντιληπτή με απλή παρατήρηση –διότι αυτό δεν είναι σάρκωση, αλλά απάτη και φαντασία σαρκώσεως– ούτε (φύση) που γίνεται αντιληπτή στο είδος –διότι δεν προσέλαβε όλες τις υποστάσεις–, αλλά ατομική φύση, η οποία είναι η ίδια που γίνεται αντιληπτή στο είδος –διότι προσέλαβε ό,τι εκλεκτό από το γένος μας– η οποία δεν υπήρχε μόνη της ούτε ήταν προηγουμένως άτομο, και στη συνέχεια την προσέλαβε, αλλά άρχισε να υπάρχει στην υπόστασή του. Διότι η ίδια η υπόσταση του Θεού Λόγου έγινε υπόσταση με σάρκα, και σχετικά μ’ αυτό «ο Λόγος σαρκώθηκε», δηλαδή χωρίς μεταβολή, και η σάρκα έγινε Λόγος χωρίς μεταβολή, και ο Θεός έγινε άνθρωπος· διότι ο Λόγος ήταν Θεός και ο άνθρωπος έγινε Θεός χάρη στην υποστατική ένωση. Επομένως, είναι το ίδιο να πούμε φύση του Λόγου και ατομική φύση· διότι δεν φανερώνει αποκλειστικά και μόνο το άτομο, δηλαδή την υπόσταση, ούτε φανερώνει το κοινό των υποστάσεων, αλλά την κοινή φύση, όταν θεωρείται και εξετάζεται σε μία πό τις υποστάσεις. Άλλο πράγμα βέβαια είναι η ένωση και άλλο η σάρκωση· διότι η ένωση φανερώνει τη συνάφεια, όχι όμως σε σχέση με ποιό πράγμα έχει γίνει· η σάρκωση πάλη ή ο ταυτόσημος όρος ενανθρώπηση, φανερώνει τη συνάφεια προς τη σάρκα, δηλαδή προς τον άνθρωπο· όπως ακριβώς και το πύρωμα του σίδερου δείχνει την ένωση με τη φωτιά. Ο ίδιος, λοιπόν, ο μακάριος Κύριλλος στη δεύτερη επιστολή του προς τον Σούκενσο, ερμηνεύοντας τη φράση «μία φύση του Θεού Λόγου σαρκωμένη», λέει τα εξής: «Αν πούμε ότι η φύση του Λόγου είναι μία και σιωπήσουμε, χωρίς να προσθέσουμε το «σαρκωμένη», απορρίπτοντας κατά κάποιο τρόπο την οικονομία (της σωτηρίας), ίσως ο λόγος δεν θα ήταν απαράδεκτος γι’ αυτούς προσποιούνται ότι ρωτούν· εάν το όλο πρόσωπο ήταν μία φύση, πού υπάρχει η τελειότητα στην ανθρώπινη φύση; Ή πώς υφίσταται η φύση μας; Επειδή όμως και η τελειότητα της ανθρωπίνης φύσεως και η φανέρωση της ουσίας μας δηλώνεται με τον όρο «σαρκωμένη», ας σταματήσουν αυτοί που στηρίζονται σε καλαμένιο ραβδί». Εδώ, λοιπόν, χρησιμοποίησε τον όρο «φύση του Λόγου» σχετικά με τη φύση. Διότι, εάν πήρε τον όρο φύση αντί για τον όρο υπόσταση, δεν θα ήταν παράδοξο να το πει αυτό και χωρίς τον όρο «σαρκωμένη»· καθώς, όταν λέμε χωρίς περιορισμό μία υπόσταση του Θεού Λόγου, δεν πέφτουμε σε σφάλμα. Το ίδιο και ο Λεόντιος ο Βυζάντιος θεώρησε τον όρο σε σχέση με τη φύση και όχι με την υπόσταση. Μάλιστα, ο μακάριος Κύριλλος στην απάντησή του στις κατηγορίες του Θεοδώρητου για το δεύτερο αναθεματισμό, λέει τα εξής: «Η φύση του Λόγου, δηλαδή η υπόσταση, δηλαδή ο ίδιος ο Λόγος». Ώστε ο όρος «φύση του Λόγου» δεν δηλώνει ούτε μόνο την υπόσταση ούτε το κοινό των υποστάσεων, αλλά την κοινή φύση που θεωρείται καθολικά στην υπόσταση του Λόγου. Είπαμε, λοιπόν, ότι η φύση του Λόγου σαρκώθηκε, δηλαδή προσέλαβε τη σάρκα. Μέχρι τώρα όμως ποτέ δεν έχουμε ακούσει ότι η φύση του Λόγου έπαθε στη σάρκα της, αλλά διδαχθήκαμε ότι ο Χριστός έπαθε στη σάρκα. Επομένως, ο όρος «φύση του Λόγου» δεν φανερώνει την υπόσταση. Απομένει, λοιπόν, να πούμε ότι η σάρκωση είναι ένωση με τη σάρκα, και το ότι ο Λόγος έγινε σάρκα σημαίνει ότι η ίδια η υπόσταση του Λόγου χωρίς μετατροπή έγινε και υπόσταση της σάρκας. Και ήδη έχουμε πει ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος και ο άνθρωπος Θεός. Διότι ο Λόγος ήταν Θεός και έγινε χωρίς τροπή άνθρωπος. Πουθενά όμως δεν έχουμε ακούσει ότι η θεότητα έγινε άνθρωπος ή σαρκώθηκε ή ενανθρώπησε. Αντίθετα, έχουμε μάθει ότι η θεότητα ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση σε μία από τις υποστάσεις της. Είπαμε, επίσης, ότι ο Θεός παίρνει μορφή, δηλαδή κάνει ύπαρξή του την ξένη φύση, εννοώ τη δική μας. Διότι το όνομα του Θεού χρησιμοποιείται σε καθεμία από τις υποστάσεις, αλλά δεν μπορούμε να αποδώσουμε τη θεότητα σε μία από τις υποστάσεις. Δεν ακούστηκε ότι μόνον ο Πατέρας είναι Θεός ή μόνον ο Υιός ή μόνον το Άγιο Πνεύμα· διότι ο όρος θεότητα δείχνει τη φύση, ενώ ο Πατέρας την υπόσταση, όπως και η ανθρωπότητα τη φύση και ο Πέτρος την υπόσταση. Και ο όρος Θεός φανερώνει το κοινό της φύσεως και χρησιμοποιείται σαν επώνυμο σε καθεμία από τις υποστάσεις, όπως και ο όρος άνθρωπος· διότι Θεός είναι αυτός που έχει θεία φύση, και άνθρωπος αυτός που έχει ανθρώπινη φύση. Επιπλέον απ’ αυτά πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα με κανένα τρόπο δεν έχουν συμμετάσχει στη σάρκωση του Λόγου, παρά μόνον με σημάδια που δείχνουν την συγκατάθεση και τη θέλησή τους.

ΚΕΦ. 56 Ότι η αγία παρθένος είναι Θεοτόκος.


Κεφάλαιο 56 
Ότι η αγία παρθένος είναι Θεοτόκος. 

Κηρύττουμε μάλιστα ότι η αγία Παρθένος είναι κυριολεκτικά και αληθινά Θεοτόκος· όπως δηλαδή αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτήν είναι αληθινός Θεός, και αυτή που γέννησε με σάρκα τον αληθινό Θεό είναι πραγματική Θεοτόκος. Διότι ισχυριζόμαστε ότι γέννησε το Θεό, όχι με την έννοια ότι η θεότητα του Λόγου έχει την αρχή της απ’ αυτήν, αλλά ότι ο ίδιος ο Θεός Λόγος, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προαιώνια και έξω από το χρόνο και υπάρχει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα άχρονα και αΐδια, αυτός ο ίδιος τις έσχατες ημέρες για τη δική μας σωτηρία κατοίκησε μέσα στα σπλάγχνα της και χωρίς μεταβολή σαρκώθηκε και γεννήθηκε απ’ αυτήν. Διότι η αγία Παρθένος δεν γέννησε μόνο άνθρωπο, αλλά αληθινό Θεό· όχι φανταστικό, αλλά με σάρκα· δεν κατέβηκε το σώμα από τον ουρανό και πέρασε μέσα από το σώμα της όπως περνά από σωλήνα, αλλά προσέλαβε απ’ αυτήν όμοια σάρκα με τη δική μας και της έδωσε τη δική του υπόσταση. Διότι, εάν έφερνε το σώμα από τον ουρανό και δεν το πήρε από τη φύση μας, τότε ποιά ανάγκη υπήρχε για να ενανθρωπίσει; Η ενανθρώπηση μάλιστα του Λόγου του Θεού έγινε για τον εξής λόγο, για να μπορέσει η φύση μας που αμάρτησε, έπεσε και διαφθάρθηκε, να νικήσει τον δυνάστη που μας ξεγέλασε, και έτσι να ελευθερωθεί από τη φθορά· ακριβώς το λέει ο θείος Απόστολος: «Επειδή ο θάνατος εισήλθε μέσω του ανθρώπου, και η ανάσταση από τους νεκρούς θα γίνει με άνθρωπο»· εφόσον το πρώτο γεγονός συνέβη αληθινά, θα συμβεί και το δεύτερο. Όμως, αν και λέει, «ο πρώτος Αδάμ ήταν χοϊκός από τη γη, ενώ ο δεύτερος Αδάμ, ο Κύριος, είναι από τον ουρανό», δεν εννοεί ότι το σώμα είναι από τον ουρανό, αλλά δείχνει ότι δεν είναι απλός άνθρωπος. Γι’ αυτό και τον κάλεσε και Αδάμ και Κύριο, δείχνοντας ότι είναι και το ένα και το άλλο. Επειδή το όνομα Αδάμ εξηγείται γήϊνος· και είναι γήϊνος, διότι η φύση του ανθρώπου πλάστηκε από χώμα· ενώ το όνομα Κύριος παριστάνει τη θεία ουσία. Και πάλι λέει ο Απόστολος: «Ο Θεός έστειλε τον Υιό του το μονογενή που έγινε από γυναίκα». Δεν είπε με γυναίκα, αλλά «από γυναίκα». Έδειξε, λοιπόν, ο θείος Απόστολος, ότι αυτός είναι ο μονογενής Υιός του Θεού και Θεός ο ίδιος, ο οποίος έγινε άνθρωπος από την Παρθένο, και αυτός που γεννήθηκε από τα σπλάγχνα της Παρθένου είναι ο Υιός του Θεού και Θεός· γεννήθηκε με σώμα, χάρη στο οποίο έγινε άνθρωπος, και δεν μπήκε μέσα σε προκατασκευασμένο άνθρωπο, όπως συμβαίνει με τους προφήτες, αλλά ο ίδιος έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος· έδωσε δηλαδή μέσα στην υπόστασή του ύπαρξη σε σάρκα που έχει ψυχή λογική και νοερή, και έγινε ο ίδιος υπόστασή της· αυτό πράγματι σημαίνει η έκφραση «έγινε από γυναίκα». Διότι, πώς θα μπορούσε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού να υποταχθεί στο νόμο, αν δεν είχε γίνει άνθρωπος όμοιος στην ουσία με μας; Δίκαια, λοιπόν, και αληθινά ονομάζουμε την αγία Μαρία Θεοτόκο· διότι αυτό το όνομα εκφράζει όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας. Διότι αυτή που γέννησε είναι Θεοτόκος, και οπωσδήποτε είναι Θεός αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτήν και οπωσδήποτε είναι και άνθρωπος. Διότι, πώς θα μπορούσε αυτός που προαιώνια υπάρχει να γεννηθεί από γυναίκα Θεός, εάν δεν γινόταν άνθρωπος; Διότι ο Υιός του ανθρώπου είναι φανερό ότι είναι άνθρωπος. Και εάν αυτός που γεννήθηκε από γυναίκα είναι Θεός, είναι φανερό ότι ένας και ίδιος είναι αυτός που γεννήθηκε από το Θεό Πατέρα σε σχέση με τη θεία και άναρχη ουσία του και αυτός που γεννήθηκε τους έσχατους καιρούς από την Παρθένο σε σχέση με την ουσία που έχει αρχή και είναι μέσα στο χρόνο, δηλαδή την ανθρώπινη. Αυτό φανερώνει μία υπόσταση και δύο φύσεις και δύο γεννήσεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Δεν ονομάζουμε την αγία Παρθένο Χριστοτόκο, διότι την ονομασία αυτή σαν προσβλητική την επινόησε ο αχρείος και σιχαμερός και οπαδός του Ιουδαϊσμού Νεστόριος, το όργανο της ντροπής, σκάζοντας ο ίδιος από το κακό του μαζί με τον πατέρα του το Σατανά, για να καταργήσει το όνομα «Θεοτόκος» και να ατιμάσει την πιο τιμημένη απ’ όλη την κτίση Θεοτόκο. διότι χριστός (χρισμένος) είναι και ο βασιλιάς Δαβίδ και ο αρχιερέας Ααρών –καθώς αυτά τα δύο χρίονται, η βασιλεία και η ιερωσύνη–· και κάθε θεοφόρος άνθρωπος μπορεί να λέγεται χριστός (χρισμένος), αλλά όχι Θεός στη φύση του, όπως ο τιμωρημένος από το Θεό Νεστόριος με μανία είπε θεοφόρο (=δέχθηκε εκ των υστέρων το Θεό) αυτόν που γεννήθηκε από την Παρθένο· εμείς όμως δεν είναι δυνατόν να τον καλέσουμε ή να τον θεωρήσουμε θεοφόρο, αλλά σαρκωμένο Θεό. Διότι ο ίδιος ο Λόγος έγινε άνθρωπος, επειδή η Παρθένος τον κυοφόρησε· και προήλθε Θεός μετά την πρόσληψη, καθώς η σάρκα θεώθηκε αμέσως μόλις την προσέλαβε και δημιουργήθηκε, ώστε συγχρόνως να γίνουν και τα τρία, η πρόσληψη, η ύπαρξη και η θέωση της σάρκας από τον Λόγο. Έτσι νοείται και λέγεται Θεοτόκος η αγία Παρθένος, όχι μόνον εξαιτίας της φύσεως του Λόγου, αλλά και εξαιτίας της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως, που η σύλληψη και η ύπαρξή τους έγινε με θαυμαστό τρόπο συγχρόνως. Η σύλληψη βέβαια ανήκει στο Λόγο, ενώ η ύπαρξη μέσα στον ίδιο το Λόγο ανήκει στη σάρκα, καθώς η ίδια η Θεομήτωρ με υπερφυσικό τρόπο χορηγεί στον πλάστη την πλάση του και στο Θεό και Δημιουργό του σύμπαντος την ανθρώπινη φύση του, διότι θέωσε αυτό που προσέλαβε· ενώ η ένωση διέσωζε αυτά που ενώθηκαν να είναι όπως όταν ενώθηκαν· και δεν εννοώ μόνο τη θεία φύση, αλλά και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, αυτό που μας ξεπερνά αλλά και είναι σύμφωνο μ’ εμάς. Διότι δεν έγινε πρώτα σαν κι εμάς κι έπειτα έγινε πάνω από μας, αλλά από την πρώτη στιγμή της υπάρξεώς του ήταν και τα δύο, επειδή είχε από την αρχή της συλλήψεως την ύπαρξή του μέσα στον ίδιο το Λόγο· το ανθρώπινο βέβαια είναι σύμφωνο με την ανθρώπινη φύση, ενώ ο Θεός και το θείο εννοούνται υπερφυσικά. Ακόμη μάλιστα απόκτησε και τα ιδιώματα της έμψυχης σάρκας· ο Λόγος τα δέχτηκε για λόγους οικονομίας, για να γίνουν αυτά με την τάξη της φυσικής σειράς, αληθινά και φυσιολογικά.

ΚΕΦ. 57 Για τα γνωρίσματα των δύο φύσεων.


Κεφάλαιο 57 
Για τα γνωρίσματα των δύο φύσεων. 

Ομολογώντας ότι ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, υποστηρίζουμε ότι έχει όλα όσα έχει ο Πατέρας, εκτός από την αγεννησία, και όλα όσα είχε ο πρώτος Αδάμ, εκτός από την αμαρτία· αυτά που έχει από τον Αδάμ είναι το σώμα και η λογική και νοερή ψυχή. Αυτός έχει ακόμη, ανάλογα με τις δύο φύσεις, διπλά τα φυσικά γνωρίσματα των δύο φύσεων· έχει δύο φυσικές θελήσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, δύο φυσικές ενέργειες, τη θεία και την ανθρώπινη, δύο φυσικά αυτεξούσια, το θείο και το ανθρώπινο, και σοφία και γνώση, τη θεία και την ανθρώπινη. Επειδή είναι ομοούσιος με το Θεό Πατέρα, θέλει και ενεργεί αυτεξούσια σαν Θεός· και επειδή είναι ομοούσιος με μας, ο ίδιος θέλει και ενεργεί σαν άνθρωπος· δηλαδή, δικά του είναι τα θαύματα, δικά του και τα παθήματα.

ΚΕΦ. 58 Για τα θελήματα και τα αυτεξούσια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού


Κεφάλαιο 58 
Για τα θελήματα και τα αυτεξούσια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Επειδή, λοιπόν, λέμε ότι οι φύσεις του Χριστού είναι δύο, δύο είναι και τα φυσικά του θελήματα και οι φυσικές του ενέργειες. Επειδή όμως μία είναι η υπόσταση των δύο φύσεών του, γι’ αυτό λέμε ότι ένας είναι αυτός που θέλει και ενεργεί φυσικά και στις δύο φύσεις, από τις οποίες, στις οποίες και οι οποίες είναι ο Χριστός ο Θεός μας· θέλει και ενεργεί όχι χωριστά, αλλά ενωμένα· θέλει και ενεργεί κάθε μορφή (φύση) σε συνεργασία με την άλλη. Διότι αυτά που έχουν την ίδια φύση, έχουν και την ίδια θέληση και ενέργεια· και όποια έχουν διαφορετική ουσία, αυτά έχουν και διαφορετική θέληση και ενέργεια. Και το αντίστροφο, όσα έχουν την ίδια θέληση και ενέργεια έχουν και την ίδια ουσία· όσα έχουν διαφορετική θέληση και ενέργεια έχουν και διαφορετική ουσία. Γι’ αυτό, λοιπόν, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα γνωρίζουμε την ταυτότητα της φύσεως από την ταυτότητα της ενεργείας και του θελήματος. Σχετικά με τη θεία οικονομία γνωρίζουμε τη διαφορά των φύσεων από τη διαφορά των ενεργειών και των θελημάτων· και επειδή γνωρίζουμε τη διαφορά των φύσεων, δεχόμαστε και τη διαφορά των θελημάτων και των ενεργειών. Διότι, όπως ακριβώς ο αριθμός των φύσεων του ίδιου και ενός Χριστού, όταν τον εννοούμε και τον λέμε με ευσέβεια, δεν κομματιάζει τον ένα Χριστό, αλλά παρουσιάζει τη διαφορά των φύσεων να διατηρείται στην ενότητα, παρόμοια και ο αριθμός των θελημάτων και ενεργειών που υπάρχουν στις φύσεις του, σύμφωνα με την ουσία τους –διότι και με τις δύο φύσεις του ήθελε και ενήργησε τη σωτηρία μας–, δεν εισάγει διαίρεση –αλίμονο–, αλλά φανερώνει μόνο τη διαφύλαξη και διάσωσή τους, παρ’ όλη την μεταξύ τους ένωση. Διότι ισχυριζόμαστε ότι τα θελήματα και οι ενέργειες ανήκουν στις φύσεις και όχι στην υπόσταση. Και εννοώ τη θελητική και ενεργητική δύναμή του, με την οποία θέλει και ενεργεί αυτά που θέλει και ενεργεί. Διότι, αν τα θεωρήσουμε ότι ανήκουν στην υπόσταση, τότε υποχρεωτικά θα θεωρήσουμε τις τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος να έχουν διαφορετική θέληση και ενέργεια. Πρέπει,δηλαδή, να γνωρίζουμε ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα η θέληση και ο τρόπος της θελήσεως· διότι η θέληση ανήκει στη φύση, όπως και η όραση –καθώς όλοι οι άνθρωποι είναι προικισμένοι μ’ αυτήν–· ο τρόπος όμως της θελήσεως δεν ανήκει στη φύση, αλλά στην απόφασή μας, όπως ο καλός ή κακός τρόπος της όρασης –διότι όλοι οι άνθρωποι δεν θέλουν ούτε βλέπουν το ίδιο. Αυτό το δεχόμαστε και για τις ενέργειες· Διότι τρόπος της θελήσεως, ο τρόπος της οράσεως, ο τρόπος της ενεργείας ανήκουν στον τρόπο χρήσεως της θελήσεως, της οράσεως και της ενεργείας· διακρίνει αυτόν που τα χρησιμοποιεί και τον ξεχωρίζει από τους άλλους σέ ό,τι κατά κοινή ομολογία διαφέρει. Επομένως, το να θέλει απλά κανείς λέγεται θέληση· πρόκειται δηλαδή για τη θελητική δύναμη, η οποία είναι λογική επιθυμία και θέλημα της φύσεως. Ο τρόπος πάλι της θελήσεως, αυτό δηλαδή που είναι στη διάθεση της θελήσεως, λέγεται θελητό και γνωμικό θέλημα· θελητικό πάλι είναι αυτό που από τη φύση του θέλει· θελητική για παράδειγμα είναι η θεία και η ανθρώπινη φύση. Αυτός πάλι που θέλει είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τη θέληση, δηλαδή η υπόσταση· για παράδειγμα ο Πέτρος. Επειδή, λοιπόν, ένας είναι ο Χριστός και μία η υπόστασή του, και αυτός που θέλει και ενεργεί και θεϊκά και ανθρώπινα είναι ένας και ο ίδιος. Και επειδή έχει δύο θελητικές φύσεις που είναι λογικές –διότι κάθε τι το λογικό είναι θελητικό και αυτεξούσιο– θα δεχθούμε ότι έχει δύο θελήσεις, δύο θελήματα δηλαδή της φύσεως. Είναι δηλαδή θεληματικός και στις δύο φύσεις του· διότι πήρε τη θελητική δύναμη από τη φύση που υπάρχει μέσα μας. Και επειδή ένας είναι ο Χριστός και ο ίδιος θέλει και με τη μία και με την άλλη φύση, θα του αποδώσουμε το δικό του θέλημα· και δεν θέλει μόνον αυτά που ως Θεός ήθελε –διότι δεν χαρακτηρίζει το Θεό η επιθυμία του φαγητού, του πιοτού και τα παρόμοια–, αλλά θέλει και αυτά που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση· και δεν έρχονται σε αντίθεση (οι δύο φύσεις), αλλά εκφράζουν το ιδιαίτερο γνώρισμά τους. Διότι τότε η (ανθρώπινη) φύση του ήθελε να πάσχει και να κάμει αυτά που της ανήκουν, αφού η θεία θέλησή του της τα παραχωρούσε (στην ανθρώπινη). Και είναι φανερό εδώ ότι η θέληση δίδεται στον άνθρωπο από τη φύση του. Αν εξαιρέσουμε τη θεία ζωή, υπάρχουν τρία είδη ζωής: η φυτική, η αισθητική και η νοερή. Γνωρίσματα της φυτικής ζωής είναι η θρεπτική, η αυξητική και αναπαραγωγική κίνηση· της αισθητικής είναι η κίνηση των ορμών (ενστίκτων) και της λογικής και νοερής η κίνηση του αυτεξουσίου. Εάν, λοιπόν, προστίθεται σύμφωνα με τη φύση η θρεπτική κίνηση στη φυτική ζωή και η κίνηση των ορμών στην αισθητική, είναι επόμενο να προστίθεται σύμφωνα με τη φύση και η αυτεξούσια κίνηση στη λογική και νοερή ζωή. Το αυτεξούσιο μάλιστα τίποτε άλλο δεν είναι παρά θέληση· εφόσον, λοιπόν, ο Λόγος έγινε σάρκα με ψυχή, νοερή και αυτεξούσια, απόκτησε και (ανθρώπινη) θέληση. Ακόμη, αυτά που χαρακτηρίζουν τη φύση δεν διδάσκονται· κανείς δηλαδή δε μαθαίνει να σκέφτεται, να ζει, να πεινά, να διψά και να κοιμάται. Ούτε πάλι μαθαίνουμε να θέλουμε· επομένως, η θέληση είναι φυσικό πράγμα. Και επίσης· εάν τα άλογα ζώα εξουσιάζονται από τη φύση, ο άνθρωπος όμως, ο οποίος κινείται με τη θέλησή του, εξουσιάζει (τη φύση)· επομένως, ο άνθρωπος έχει τη θέληση από τη φύση του. Ακόμη· εάν ο άνθρωπος έγινε κατ’ εικόνα του μακάριου και υπερούσιου Θεού, και η θεία φύση είναι αυτεξούσια και θελητική από τον εαυτό της, είναι επόμενο και ο άνθρωπος, σαν εικόνα του (Θεού), να είναι από τη φύση του αυτεξούσιος και θελητικός· διότι οι Πατέρες ονόμασαν το αυτεξούσιο θέληση. Και ακόμη η θέληση υπάρχει σ’ όλους τους ανθρώπους· δεν είναι σ’ άλλους έμφυτη και σ’ άλλους όχι. Και εάν αυτό που αποτελεί κοινό γνώρισμα σε όλους διακρίνει τη φύση των ατόμων που το έχουν, επομένως από τη φύση του ο άνθρωπος είναι θελητικός. Επίσης, εάν η φύση δεν επιδέχεται το περισσότερο ή το λιγότερο και σ’ όλους η θέληση είναι έμφυτη, και όχι σ’ άλλους περισσότερο και σ’ άλλους λιγότερο, άρα είναι από τη φύση θελητικός άνθρωπος. Επομένως, αν ο άνθρωπος είναι από τη φύση του θελητικός, και ο Κύριος, όχι μόνον επειδή είναι Θεός, αλλά και επειδή έγινε άνθρωπος, είναι θελητικός από τη φύση του. Διότι, όπως ο άνθρωπος ανέλαβε τη φύση μας, έτσι πήρε και το φυσικό μας θέλημα· και σχετικά μ’ αυτό οι Πατέρες είπαν ότι αυτός σχημάτισε στο πρόσωπό του το δικό μας θέλημα. Αν το θέλημα δεν είναι φυσικό, ή θα ανήκει στην υπόσταση ή θα είναι παρά φύση· αλλά, αν ανήκει στην υπόσταση, τότε ο Υιός θα έχει διαφορετική θέληση από τον Πατέρα· διότι το υποστατικό θέλημα χαρακτηρίζει μόνο την υπόσταση. Εάν πάλι είναι παρά φύση, τότε το θέλημα θ’ αποτελεί ξεπεσμό της φύσεως· διότι τα αφύσικα καταστρέφουν τα φυσικά. Ο Θεός και Πατέρας όλου του κόσμου θέλει ή επειδή είναι Πατέρας ή επειδή είναι Θεός. Αν βέβαια θέλει σαν Πατέρας, το θέλημά του θα είναι διαφορετικό από του Υιού· διότι ο Υιός δεν είναι Πατέρας. Εάν όμως θέλει σαν Θεός –και ο Υιός, όπως και το Άγιο Πνεύμα, είναι Θεός–, είναι επόμενο το θέλημα να είναι γνώρισμα της φύσεως, να είναι δηλαδή φυσικό. Επίσης, εάν σύμφωνα με τους Πατέρες, που έχουν ένα θέλημα, είναι και η ουσία τους μία, και εφόσον το θέλημα της θείας και της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού είναι ένα, άρα και η ουσία τους θα είναι μία και η ίδια. Ακόμη, εάν, σύμφωνα με τους Πατέρες, η διαφορά της φύσεως δεν φαίνεται καθαρά με το ένα θέλημα, είναι ανάγκη ή λέγοντας ένα θέλημα να μην εννοούμε διαφορά φύσεως στο Χριστό ή, όταν μιλάμε για φυσική διαφορά, να μην εννοούμε ένα θέλημα. Και επιπλέον, εάν, όπως λέει το ιερό Ευαγγέλιο, ήλθε ο Κύριος στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, «και μπήκε σ’ ένα σπίτι χωρίς να θέλει να τον δει κανένας, αλλά δεν μπόρεσε να διαφύγει την προσοχή», τότε, εφόσον το θείο θέλημά του είναι παντοδύναμο, και παρόλο που θέλησε να διαφύγει την προσοχή δεν τα κατάφερε, επομένως, σαν άνθρωπος ήθελε (να διαφύγει την προσοχή) και δεν τα κατάφερε· και ήταν θελητικός, επειδή ήταν άνθρωπος. Και πάλι λέει η Γραφή: «Αφού ήλθε στον τόπο, είπε «διψώ». Και του έδωσαν να πιεί κρασί ανάμεικτο με ξύδι· όταν όμως το δοκίμασε, δεν ήθελε να πιεί». Εάν, λοιπόν, σαν Θεός δίψασε και αφού δοκίμασε δεν θέλησε να πιεί, άρα σαν Θεός έχει πάθη· διότι η δίψα και η γεύση είναι είναι πάθος. Εάν όμως σαν άνθρωπος και όχι σαν Θεός δίψασε και θέλησε να πιεί, ήταν θελητικός διότι ήταν άνθρωπος. Και ο μακάριος απόστολος Παύλος λέει ακόμη: «Υπάκουσε (στο θέλημα του Πατέρα) μέχρι να πεθάνει, και μάλιστα με σταυρικό θάνατο». Η υπακοή δείχνει ότι υφίσταται θέλημα, όχι ότι δεν υφίσταται· διότι δεν θα πούμε ότι αυτό που δεν έχει λογική κάνει υπακοή ή παρακοή. Και ο Κύριος δεν έκανε την υπακοή του στον Πατέρα σαν Θεός, αλλά σαν άνθρωπος. Διότι, όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος «σαν Θεός δεν έκανε ούτε υπακοή ούτε παρακοή· αυτά ανήκουν στους κατώτερους». Επομένως, ο Χριστός είναι θελητικός, επειδή είναι και άνθρωπος. Λέγοντας φυσικό θέλημα, δεν εννοούμε ότι επιβάλλεται με βία, αλλά είναι αυτεξούσιο· εφόσον είναι λογικό, οπωσδήποτε είναι και αυτεξούσιο. Διότι όχι μόνον η θεία και άκτιστη φύση δεν έχει τίποτε αναγκαστικά, αλλά ούτε και η νοερή και κτιστή. Και είναι φανερό αυτό· επειδή ο Θεός είναι από τη φύση του αγαθός και από τη φύση του δημιουργός και Θεός, δεν τα έχει αυτά με εξαναγκασμό· διότι ποιός είναι αυτός που επιβάλλει με εξαναγκασμό; Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η αυτεξουσιότητα ως όρος χρησιμοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά με άλλο νόημα για το Θεό, άλλο για τους αγγέλους και άλλο για τους ανθρώπους. Για το Θεό χρησιμοποιείται υπερβατικά, ενώ για τους αγγέλους με την προϋπόθεση ότι η επιλογή τους συμφωνεί μ’ αυτό που έχουν συνηθίσει και δεν υποπίπτει καθόλου στις συνθήκες του χρόνου· επειδή, δηλαδή, ο άγγελος έχει από τη φύση του το αυτεξούσιο, το χρησιμοποιεί ανεμπόδιστα, χωρίς να έχει ούτε την αντίδραση του σώματος ούτε αυτόν που θα του επιτεθεί. Για τους ανθρώπους πάλι με την προϋπόθεση ότι η συνήθεια εξετάζει εκ των προτέρων αυτό που πρόκειται να κάνει. Είναι βέβαια αυτεξούσιος ο άνθρωπος και έχει από τη φύση του το αυτεξούσιο, αλλά δέχεται και την επίθεση του Διαβόλου και έχει και την ροπή του σώματος. Εξαιτίας, λοιπόν, της προσβολής του διαβόλου και της ααντίδρασης του σώματος η εκτέλεση καθυστερεί μετά τη συνήθεια. Αν, λοιπόν, ο Αδάμ υπάκουσε και έφαγε με τη θέλησή του, είναι επόμενο η θέληση να είναι για μας πρωτοπαθής. Και εάν είναι πρωτοπαθής και αν ο Λόγος, όταν σαρκώθηκε, δεν την προσέλαβε μαζί με όλη τη φύση μας, τότε δεν ελευθερωθήκαμε από την αμαρτία. Επιπλέον, εάν ο Θεός δημιούργησε την αυτεξούσια δύναμη της φύσεως, αλλά δεν την προσέλαβε, είτε επειδή θεώρησε ότι τα δημιουργήματά του δεν ήταν τάχα καλά, είτε επειδή δεν θέλησε αυτήν συγκεκριμένα να θεραπεύσει, τότε δεν μας έδωσε την τέλεια θεραπεία και παρουσίασε τον εαυτό του να κυριαρχείται από το πάθος να μη θέλει –και όχι να μην μπορεί– τελείως να μας σώσει. Είναι αδύνατο να καλέσουμε κάποιο σύνθετο με δύο θελήματα, όπως ακριβώς μία υπόσταση σύνθετη από τις φύσεις. Πρώτα βέβαια διότι οι συνθέσεις ανήκουν στα όντα με υπόσταση και όχι σ’ αυτά που τα θεωρούμε σε άλλη βάση από την υπόστασή τους. Έπειτα, εάν θα μιλήσουμε για σύνθεση των θελημάτων και των ενεργειών, υποχρεωτικά θα πούμε και για σύνθεση και των άλλων ιδιοτήτων, για παράδειγμα του ακτίστου με το κτιστό, του αοράτου με το ορατό, και τα παρόμοια. Και πώς τότε θα καλέσουμε το σύνθετο θέλημα που προήλθε από τα θελήματα; Διότι δεν μπορεί το σύνθετο να παίρνει την ονομασία των συνθετικών του μερών, επειδή και αυτό που προέρχεται από τη σύνθεση των φύσεων θ’ αναγκαστούμε να το ονομάσουμε φύση και όχι υπόσταση. Ακόμη, εάν μιλήσουμε για ένα σύνθετο θέλημα του Χριστού, θα τον αποκόψουμε από το θέλημα του Πατέρα· διότι το θέλημα του Πατέρα δεν είναι σύνθετο. Απομένει, λοιπόν, μόνο την υπόσταση του Χριστού να την ονομάσουμε σύνθετη και κοινή, όπως ακριβώς για τις φύσεις του, έτσι και για τις φυσικές του ιδιότητες. Και εάν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, είναι αδύνατο να μιλούμε για γνώμη και προαίρεση του Κυρίου. Διότι η γνώμη είναι διάθεση προς το αποτέλεσμα που βγήκε από την κρίση, μετά από έρευνα και σκέψη γύρω από αυτό που αγνοούμε, δηλαδή μετά από απόφαση και κρίση· μετά απ’ αυτήν (τη γνώμη) ακολουθεί η προαίρεση που επιλέγει το ένα αντί για το άλλο. Ο Κύριος όμως, επειδή δεν είναι μόνον απλός άνθρωπος αλλά και Θεός και τα γνωρίζει όλα, δεν έχει ανάγκη από σκέψη, έρευνα, απόφαση και κρίση· από τη φύση του έχει την κλίση προς το καλό και την αποφυγή του κακού. Έτσι, λοιπόν, και ο προφήτης Ησαΐας λέει ότι «προτού το παιδί γνωρίσει ή επιλέξει τα κακά, θα έχει επιλέξει τα καλά· διότι πριν το παιδί γνωρίσει το καλό ή το κακό, θα παρακούσει στο κακό και θα διαλέξει το αγαθό». Διότι το «πριν» δείχνει ότι δεν αναζήτησε ούτε σκέφθηκε όπως εμείς, αλλά όντας Θεός και επειδή έγινε άνθρωπος με θεϊκό τρόπο –ενώθηκε δηλαδή υποστατικά με την ανθρώπινη σάρκα–, είχε από τη φύση του το αγαθό, την ίδια την ύπαρξη και τη γνώση όλων. Οι αρετές, δηλαδή, είναι γνωρίσματα της φύσεως και υπάρχουν μέσα σ’ όλους, αν και όλοι δεν ενεργούμε εξίσου αυτά που αρμόζουν στη φύση μας· διότι, με την παράβαση, οδηγηθήκαμε από τη φυσική στην αφύσικη ζωή. Ο Κύριος όμως μας επανέφερε από την αφύσικη στη φυσική ζωή· διότι αυτή είναι η έννοια του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Η άσκηση πάλι και οι κόποι της δεν επινοήθηκαν για ν’ αποκτήσουμε την αρετή απέξω, σαν να είναι κάτι το εξωτερικό, αλλά για ν’ αποβάλλουμε την επείσακτη και αφύσικη κακία· όπως και η σκουριά του σίδηρου δεν είναι φυσική, αλλά προέρχεται από αμέλεια, και την βγάζουμε με κόπο εμφανίζοντας τη φυσική λαμπρότητα του σιδήρου. Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι η λέξη «γνώμη» έχει πολλές και διαφορετικές σημασίες. Άλλοτε σημαίνει τη συμβουλή, όπως το λέει ο θείος απόστολος: «Για τις παρθένες δεν έχω εντολή από τον Κύριο, αλλά λέω τη συμβουλή μου»· άλλοτε σημαίνει βουλή, όπως όταν λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Σκέφθηκαν κακή βουλή ενάντια στο λαό σου»· άλλοτε σημαίνει απόφαση, όπως λέει ο Δανιήλ: «Για ποιόν βγήκε αυτή η ντροπιαστική απόφαση;»· άλλοτε το όνομα της γνώμης χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πίστη, την άποψη, το φρόνημα και, μ’ ένα λόγο, έχει είκοσι οκτώ σημασίες.

ΚΕΦ. 59 Για τις ενέργειες που έχει ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός.


Κεφάλαιο 59 
Για τις ενέργειες που έχει ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. 

Υποστηρίζουμε, επίσης, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός έχει δύο ενέργειες. Διότι, σαν Θεός και ομοούσιος με τον Πατέρα, είχε τη θεία ενέργεια· και σαν άνθρωπος που έγινε ομοούσιος με μας, είχε την ανθρώπινη ενέργεια. Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι άλλο είναι η ενέργεια, άλλο το ενεργητικό και άλλο ο ενεργών. Ενέργεια βέβαια είναι η δραστική και πραγματική κίνηση της φύσεως· ενεργητικό είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια· ενέργημα πάλι είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας· και ενεργών είναι αυτός που χρησιμοποιεί την ενέργεια, δηλαδή η υπόσταση. Και η ενέργεια λέγεται ενέργημα και το ενέργημα ενέργεια, όπως και το κτίσμα λέγεται κτίση· διότι όταν λέμε «πάσα κτίσις», εννοούμε τα κτίσματα. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ενέργεια είναι κίνηση και ενεργείται μάλλον παρά ενεργεί, όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος στο λόγο του για το Άγιο Πνεύμα: «Εάν είναι ενέργεια, είναι φανερό ότι θα τίθεται από άλλο σε ενέργεια και δεν θα ενεργεί, και θα σταματήσει μαζί μ’ αυτό που το ενεργεί». Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι και η ίδια η ζωή είναι ενέργεια και η μεταβολή των ζωντανών είναι ενέργεια και όλος ο τρόπος της ζωής τους· δηλαδή, η θρεπτική, η αυξητική ή φυσική, και η ενστικτώδης κίνηση, η κίνηση των αισθήσεων, του νου και του αυτεξούσιου. Η ένεργεια είναι μάλιστα αποτέλεσμα δυνάμεως. Αν, λοιπόν, αυτά παρατηρούμε να τα έχει ο Χριστός, είναι επόμενο να του αποδώσουμε και ανθρώπινη ενέργεια. Ενέργεια λέγεται η πρώτη σκέψη που έρχεται στο νου μας· και είναι απλή και ανεξάρτητη ενέργεια του νου, όταν μόνος του ο νους παρουσιάζει κρυφά τις σκέψεις του, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για νου. Ενέργεια πάλι ονομάζεται η ανακοίνωση και διάδοση των σκέψεών μας με τον προφορικό λόγο. Αυτή όμως δεν είναι ανεξάρτητη και απλή, αλλά, αν την παρατηρήσουμε, είναι σύνθετη από τη σκέψη και το λόγο. Ενέργεια, επίσης, είναι και η σχέση που έχει αυτός που ενεργεί σε σχέση μ’ αυτό που ενεργείται· και το αποτέλεσμα που προκύπτει καλείται ενέργεια. Και άλλο είναι ενέργεια μόνον της ψυχής, άλλο της ψυχής που χρησιμοποιεί το σώμα, άλλο του σώματος που έχει τη νοερή ψυχή και άλλο είναι το αποτέλεσμα· διότι ο νους φαντάζεται αυτό που θα γίνει και έτσι το ενεργεί με το σώμα. Η διεύθυνση βέβαια ανήκει στην ψυχή· χρησιμοποιεί όμως σαν όργανο το σώμα, οδηγώντας και κατευθύνοντάς το. Άλλη πάλι είναι η ενέργεια του σώματος, όταν η ψυχή το οδηγεί και το κινεί. Και το αποτέλεσμα της ενέργειας του σώματος είναι η αφή, η κράτηση και η περιφορά αυτού που δημιουργείται· ενώ το αποτέλεσμα της ενέργειας της ψυχής είναι η διαμόρφωση και ο σχηματισμός, κατά κάποιο τρόπο, αυτού που δημιουργείται. Έτσι, και σχετικά με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, από τη μια η δύναμη των θαυμάτων του αποτελούσε ενέργεια της θεότητός του, κι από την άλλη η χρήση των χεριών του, η θέληση και ο λόγος του «θέλω να καθαρισθείς» ήταν ενέργεια της ανθρωπίνης φύσεώς του. Και αποτέλεσμα της ανθρωπίνης φύσεώς του ήταν ο τεμαχισμός των άρτων, το ν’ ακούσει ο λεπρός το «θέλω», ενώ της θείας ήταν ο πολλαπλασιασμός των άρτων και η θεραπεία του λεπρού. Διότι και με τα δύο, και με την ενέργεια της ψυχής και με την ενέργεια του σώματος, αποδείκνυε ότι η θεία του ενέργεια είναι μία και η ίδια, συγγενική και ίση (με του Πατέρα). Όπως δηλαδή δεχόμαστε ότι οι φύσεις είναι ενωμένες και αλληλοπεριχωρούνται, χωρίς ν’ αμφισβητούμε τη διαφορά τους, αλλά τις αριθμούμε και τις θεωρούμε αδιαίρετες, έτσι και για τις θελήσεις και τις ενέργειες και δεχόμαστε τη συνάφειά τους αλλά και αναγνωρίζουμε τη διαφορά τους· τις αριθμούμε, χωρίς όμως να διακρίνουμε διαίρεση. Όπως η σάρκα του θεώθηκε χωρίς να πάθει καμιά μεταβολή της φύσεώς του, παρόμοια και η θέληση και η ενέργειά του θεώθηκαν χωρίς να χάσουν τη φυσική τους κατάσταση. Διότι ο ίδιος είναι και το ένα και το άλλο, που θέλει και ενεργεί και έτσι και αλλιώς, δηλαδή και θεϊκά και ανθρώπινα. Υποχρεωτικά, λοιπόν, ομολογούμε ότι δύο είναι οι ενέργειες του Χριστού, επειδή έχει διπλή φύση. Διότι αυτά που έχουν διαφορετική φύση, και η ενέργειά τους είναι διαφορετική· και όποια έχουν διαφορετική ενέργεια, και η φύση τους είναι διαφορετική. Και το αντίστροφο· αυτά που έχουν ίδια φύση, έχουν και ίδια ενέργεια· και όποια έχουν μία ενέργεια, έχουν και μία φύση, σύμφωνα με τους θεοφώτιστους Πατέρες. Είναι ανάγκη, λοιπόν, να παραδεχθούμε ένα από τα δύο: ή λέγοντας ότι ο Χριστός έχει μία ενέργεια ομολογούμε ότι έχει και μία ουσία ή –εάν ακολουθούμε την αλήθεια και ομολογούμε, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και τους Πατέρες, ότι έχει δύο ουσίες– να δεχόμαστε συγχρόνως, όπως αρμόζει, ότι έχει και δύο ενέργειες. Διότι, όντας ομοούσιος με το Θεό και Πατέρα στη θεία φύση, θα είναι ίσος και στη (θεία) ενέργεια· ο ίδιος, όντας πάλι ομοούσιος με μας στην ανθρώπινη φύση, θα είναι ίσος και στην (ανθρώπινη) ενέργεια. Διότι λέει ο μακάριος Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης: «Όποιοι έχουν μία ένέργεια, οπωσδήποτε έχουν και την ίδια δύναμη· διότι κάθε ενέργεια είναι αποτέλεσμα της δυνάμεως». Είναι αδύνατο, λοιπόν, η άκτιστη φύση να έχει μία και την ίδια φύση ή δύναμη ή ενέργεια με την κτιστή. Και αν δεχθούμε ότι ο Χριστός έχει μία ενέργεια, τότε τα πάθη της νοερής ψυχής –εννοώ το φόβο, τη λύπη και την αγωνία– θα τ’ αποδώσουμε στη θεότητα του Λόγου. Και αν λένε ότι, αναφερόμενοι οι άγιοι Πατέρες στην Αγία Τριάδα, τάχα είπαν: «αυτοί που έχουν μία ουσία, έχουν και μία ενέργεια, κι αυτοί που έχουν διαφορετική ουσία έχουν και διαφορετική ενέργεια», και ακόμη είπαν ότι δεν πρέπει να αποδίδουμε στην οικονομία (=σχέδιο της σωτηρίας των ανθρώπων) αυτά που ανήκουν στη θεολογία (=αφορά την εσωτερική ζωή του Θεού), θα απαντήσουμε: αν οι Πατέρες τα είπαν αυτά μόνο για τη θεολογία και αν ο Υιός μετά τη σάρκωσή του δεν έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα, δεν θα έχει ούτε την ίδια ουσία. Και σε ποιόν θ’ αποδώσουμε το νόημα των φράσεων «ο Πατέρας μου ακόμη εργάζεται, το ίδιο κι εγώ», «ο Υιός αυτά που βλέπει να κάνει ο Πατέρας τα κάνει και αυτός», «εάν δεν πιστεύετε εμένα, πιστέψτε στα έργα μου», «τα έργα που κάνω δίνουν μαρτυρία για μένα» και «όπως ο Πατέρας ανασταίνει και δίνει ζωή στους νεκρούς, έτσι και ο Υιός όποιους θέλει τους χαρίζει τη ζωή»; Διότι όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο Υιός όχι μόνον είναι ομοούσιος με τον Πατέρα μετά τη σάρκωση, αλλά έχει και την ίδια ενέργεια. Επίσης, αν η πρόνοια για τα όντα δεν ανήκει μόνο στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, αλλά και στον Υιό και μετά την ενανθρώπησή του, και εφόσον η πρόνοια είναι ενέργεια, επομένως και μετά τη σάρκωση ο Υιός έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα. Εάν πάλι αντιληφθήκαμε από τα θαύματα ότι ο Χριστός έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα και ότι τα θαύματα αποτελούν ενέργεια του Θεού, επομένως και μετά τη σάρκωση ο Υιός έχει την ίδια ενέργεια με τον Πατέρα. Εάν πάλι η θεότητα και η ανθρωπότητά του έχουν μία ενέργεια, τότε αυτή θα είναι σύνθετη και είτε θα έχει διαφορετική ενέργεια από τον Πατέρα είτε και ο Πατέρας θα έχει σύνθετη ενέργεια. Εάν όμως έχει σύνθετη ενέργεια, σίγουρα θα έχει και σύνθετη φύση. Εάν όμως πουν ότι με την ενέργεια εννοείται συγχρόνως και το πρόσωπο, θα πούμε ότι, αν με την ενέργεια εννοείται και το πρόσωπο, σύμφωνα με τη λογική αντιστροφή, και με το πρόσωπο θα εννοείται συγχρόνως και η ενέργεια· και θα υπάρχουν, όπως τα τρία πρόσωπα, δηλαδή οι υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, έτσι και τρεις ενέργειες, ή όπως ακριβώς μία ενέργεια, έτσι και ένα πρόσωπο και μία υπόσταση. Αλλά οι άγιοι Πατέρες έχουν πει όλοι από κοινού ότι αυτά που έχουν την ίδια ουσία, έχουν και την ίδια ενέργεια. Και ακόμη, αν με την ενέργεια εννοείται συγχρόνως και το πρόσωπο, τότε αυτοί που θέσπισαν να λέμε ότι ο Χριστός δεν έχει ούτε μία ούτε δύο ενέργειες, αυτοί καθιέρωσαν να λέμε ότι δεν έχει ούτε ένα ούτε δύο πρόσωπα. Και όπως στο πυρακτωμένο μαχαίρι διατηρούνται οι φύσεις, της φωτιάς και του σιδήρου, έτσι είναι δύο και οι ενέργειες και τα αποτελέσματά τους. Έχει δηλαδή ο σίδηρος την ιδιότητα να κόβει, και έχει πάλι η φωτιά την ιδιότητα να καίει· και το κόψιμο είναι αποτέλεσμα της ενέργειας του σιδήρου, ενώ το κάψιμο της φωτιάς. Η διαφορά τους διατηρείται στο καμένο κόψιμο και στο κομμένο κάψιμο, αν και μετά την ένωση δεν θα μπορούσε να γίνει ούτε το κάψιμο δίχως το κόψιμο ούτε το κόψιμο δίχως το κάψιμο. Και ούτε, επειδή είναι διπλή η φυσική ενέργεια, λέμε ότι έχουμε δύο πυρακτωμένα μαχαίρια ούτε πάλι, επειδή είναι ένα το πυρακτωμένο μαχαίρι, συγχέουμε τη διαφορά που διακρίνει τη φύση τους. Έτσι και στο Χριστό, η θεία και παντοδύναμη ενέργειά του ανήκει στη θεία φύση, ενώ η ανθρώπινη ενέργεια ανήκει στην ανθρώπινη φύση του. Αποτέλεσμα της ανθρώπινης ενέργειάς του είναι να κρατήσει και να τραβήξει το χέρι του παιδιού, ενώ της θείας είναι η παροχή της ζωής. Διότι άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο, αν και μέσα στη θεανδρική ενέργειά του οι ενέργειες είναι αχώριστες μεταξύ τους. Εάν όμως, επειδή είναι μία η υπόσταση του Κυρίου, πιστεύουμε ότι θα είναι και η ενέργεια του μία, τότε εξαιτίας της μιας υποστάσεως θα έπρεπε είναι και μία η ουσία του. Και ακόμη· αν αποδώσουμε στον Κύριο μία ενέργεια, θα πούμε ότι αυτή είναι ή θεϊκή ή ανθρώπινη ή ούτε η μία ούτε η άλλη. Εάν πούμε ότι είναι θεϊκή, τότε θα δεχθούμε ότι είναι Θεός χωρίς την ανθρώπινη φύση μας. Εάν πούμε ότι είναι ανθρώπινη, τότε με ασέβεια θα τον θεωρήσουμε μόνο άνθρωπο. Και αν πούμε ότι δεν είναι ούτε θεία ούτε ανθρώπινη, θα δεχθούμε ότι δεν είναι ούτε Θεός ούτε άνθρωπος ούτε ομοούσιος με τον Πατέρα του και με μας. Διότι η ταυτότητα της υποστάσεως προήλθε από την ένωση, αλλά και ανατράπηκε η διαφορά των φύσεων. Αν όμως διατηρηθεί η διαφορά των φύσεων, σίγουρα θα διατηρηθούν και οι ενέργειές τους· διότι δεν υπάρχει φύση χωρίς ενέργεια. Εάν η ενέργεια του Δεσπότη Χριστού είναι μία, θα είναι ή κτιστή ή άκτιστη· διότι δεν υπάρχει ενδιάμεση ενέργεια, όπως δεν υπάρχει και φύση. Εάν είναι κτιστή, θα φανερώσει μόνο κτιστή φύση· εάν είναι άκτιστη, θα δείξει ότι η φύση είναι άκτιστη. Διότι πρέπει τα φυσικά γνωρίσματα να συμφωνούν απόλυτα με τις φύσεις· είναι αδύνατο η ύπαρξη να έχει ελλιπή φύση. Η ενέργεια όμως που είναι σύμφωνη με τη φύση, δεν ανήκει σ’ αυτά που είναι έξω απ’ αυτήν· και είναι φανερό ότι η φύση δεν μπορεί ούτε να υπάρξει ούτε να γίνει γνωστή χωρίς τη φυσική της ενέργεια. Διότι το καθένα, που είναι αμετάβλητο, με ό,τι ενεργεί επιβεβαιώνει τη φύση του. Εάν η ενέργεια του Χριστού είναι μία, η ίδια θα ενεργεί και τα θεία και τα ανθρώπινα. Κανένα όμως ον, εάν μένει στη φύση του, δεν μπορεί να ενεργεί τα αντίθετα· για παράδειγμα, η φωτιά δεν παγώνει και θερμαίνει, ούτε το νερό ξεραίνει και υγραίνει. Επομένως, πώς είναι δυνατόν αυτός που ήταν φύσει Θεός και μετά έγινε άνθρωπος στη φύση, να επιτελεί με μια ενέργεια και τα θαύματα και τα πάθη; Αν, λοιπόν, ο Χριστός προσέλαβε ανθρώπινο νου, δηλαδή ψυχή νοερή και λογική, οπωσδήποτε θα σκέφτεται και θα σκέφτεται διαρκώς· διότι η σκέψη αποτελεί ενέργεια του νου. Επομένως, ο Χριστός, επειδή είναι άνθρωπος, ενεργεί, και ενεργεί πάντοτε. Μάλιστα ο μεγάλος άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο δεύτερο λόγο του στην ερμηνεία των Πράξεων, λέει τα εξής: «Δεν θα αστοχούσε κανείς να ονόμαζε και το πάθος του πράξη· διότι με όλα τα Πάθη του πέτυχε εκείνο το μεγάλο και θαυμαστό έργο, να καταργήσει δηλαδή το θάνατο και να κάμει όλα τα υπόλοιπα». Αν κάθε ενέργεια θεωρείται κίνηση της ουσίας κάποιας φύσεως, όπως λένε οι σοφοί σχετικά μ’ αυτά, πού είδε κανείς φύση ακίνητη ή τελείως ανενέργητη ή πού βρήκε ενέργεια, η οποία να μην είναι κίνηση φυσικής δυνάμεως; Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα πει ότι ο Θεός και το πλάσμα του έχουν μία ενέργεια της φύσεως, σύμφωνα με τον μακάριο Κύριλλο. Η ανθρώπινη φύση δεν ζωοποιεί τον Λάζαρο ούτε η θεία δακρύζει· διότι τα δάκρυα αρμόζουν στην ανθρώπινη φύση, ενώ η ζωή ανήκει σ’ Αυτόν που την χαρίζει. Και οι δύο όμως (φύσεις) τα έχουν από κοινού, εξαιτίας της ίδιας υποστάσεως. Διότι ένας είναι ο Χριστός και ένα το πρόσωπό του, δηλαδή η υπόστασή του· έχει όμως δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη. Εφόσον, λοιπόν, η δόξα πηγάζει από τη θεία φύση του, γίνεται κοινή και στη μία και την άλλη φύση χάρη στην ταυτότητα της υποστάσεως· το ίδιο και τα κατώτερα, που προέρχονται από την σάρκα, γίνονται κοινά και στις δύο (φύσεις). Διότι είναι ένας και ο ίδιος αυτός που είναι και το ένα και το άλλο, δηλαδή Θεός και άνθρωπος· και δικά του είναι τα γνωρίσματα της θείας και ανθρωπίνης φύσεώς του. Η θεότητα, λοιπόν, έκανε τα θαύματα, όχι όμως χωρίς τη σάρκα· η σάρκα επίσης έκανε τα κατώτερα, όχι όμως χωρίς τη θεότητα. Και όταν η σάρκα έπασχε, η θεότητα ήταν ενωμένη μαζί της, αλλά έμενε απαθής και πραγματοποιούσε τα σωτήρια πάθη· και όταν η θεότητα του Λόγου ενεργούσε, ο άγιος νους του ήταν ενωμένος· σκεφτόταν και γνώριζε αυτά που γίνονταν. Η θεότητα, λοιπόν, μεταδίδει στο σώμα από τη δική της δόξα, ενώ η ίδια παραμένει αμέτοχη στα πάθη της σάρκας. Διότι δεν συνέβαινε, όπως η θεότητα του Λόγου ενεργούσε με τη σάρκα, έτσι και η σάρκα του να πάσχει μαζί με τη θεότητά του· διότι η σάρκα υπήρξε όργανο της θεότητός του. Παρόλο, λοιπόν, που από την αρχή της συλλήψεως δεν υπήρχε διαίρεση σε μία ή άλλη μορφή, αλλά όλες οι πράξεις και της μιας και της άλλης μορφής σε κάθε χρονική στιγμή ήταν πράξεις του ενός προσώπου, όμως αυτά που έγιναν αχώριστα, δεν τα συγχέουμε με κανένα τρόπο, αλλά, τί ανήκει στην κάθε μορφή το αντιλαμβανόμαστε από την ποιότητα των πράξεων. Ενεργεί, λοιπόν, ο Χριστός και με τη μία και με την άλλη φύση του· «στο πρόσωπό του ενεργεί καθεμία φύση σε κοινωνία με την άλλη φύση». Ο Λόγος εκτελεί αυτά που ανήκουν στο Λόγο, όσα είναι γνωρίσματα του άρχοντα και βασιλιά, εξαιτίας της αυθεντίας και εξουσίας της θείας φύσεώς του· ενώ το σώμα εκτελεί όσα ανήκουν στο σώμα, σύμφωνα με τη βούληση του Λόγου που ενώθηκε μ’ αυτό και το ιδιοποιήθηκε. Διότι (τό σώμα) δεν κινούνταν προς τα φυσικά πάθη από μόνο του, ούτε έπασχε με αφορμή την αποφυγή από τα λυπηρά ή τις εξωτερικές περιστάσεις, αλλά κινούνταν σύμφωνα με την τάξη της φύσεως· ο Λόγος ήθελε και επέτρεπε για λόγους οικονομίας να πάσχει αυτό (το σώμα) και να ενεργεί τα δικά του, ώστε να πιστοποιηθεί η αλήθεια (της σαρκώσεως) από τις πράξεις της φύσεώς του. Και όπως απόκτησε ύπαρξη με υπερούσιο τρόπο, καθώς η Παρθένος τον κυοφόρησε, παρόμοια ενεργούσε και τα ανθρώπινα με υπεράνθρωπο τρόπο· βάδιζε πάνω σε τρικυμισμένη θάλασσαμε τα πόδια, χωρίς να το νερό να γίνει ξηρά, αλλά αντιστεκόταν με την υπερφυή δύναμη της θεότητός του και δεν υποχωρούσε στο βάρος των υλικών ποδιών. Δεν ενεργούσε, δηλαδή, τα ανθρώπινα με ανθρώπινο τρόπο (διότι δεν ήταν μόνον άνθρωπος, αλλά και Θεός· γι’ αυτό και τα πάθη του φέρνουν τη ζωή και τη σωτηρία), ούτε ενεργούσε τα θεία με θεϊκό τρόπο (διότι δεν ήταν μόνο Θεός, αλλά και άνθρωπος· γι’ αυτό και έκαμε τα θαυμαστά σημεία με την αφή, το λόγο και τα παρόμοια). Εάν κάποιος λέει ότι «αποδίδουμε στο Χριστό μία ενέργεια όχι για να καταργήσουμε την ανθρώπινη ενέργειά του, αλλά επειδή η ανθρώπινη ενέργεια, όταν αντιπαραβάλλεται με τη θεία ενέργεια, χαρακτηρίζεται πάθος, και γι’ αυτό το λόγο λέμε ότι ο Χριστός έχει μία ενέργεια, θα απαντήσουμε: σύμφωνα μ’ αυτό το επιχείρημα, αυτοί που λένε μία φύση, δεν το λένε για να καταργήσουν την ανθρώπινη, αλλά επειδή, όταν η ανθρώπινη φύση αντιπαραβάλλεται προς τη θεία, χαρακτηρίζεται παθητική. Εμείς όμως ποτέ δεν πρέπει να ονομάζουμε την ανθρώπινη κίνηση πάθος εξαιτίας της αντιδιαστολής προς τη θεία ενέργεια· διότι, για να μιλήσουμε γενικά, κανενός η ύπαρξη δεν γνωρίζεται ή προσδιορίζεται με αντιπαραβολή ή σύγκριση. Έτσι, όσα έχουν ύπαρξη θα βρεθούν ότι είναι αλληλοεξαρτώμενα· διότι εάν η ανθρώπινη κίνηση είναι πάθος, επειδή η θεία κίνηση είναι ενέργεια, οπωσδήποτε, επειδή η θεία φύση είναι αγαθή, θα είναι πονηρή και η ανθρώπινη φύση. Και σύμφωνα με την αντίθετη αντιστροφή, επειδή η ανθρώπινη κίνηση λέγεται πάθος, η θεία κίνηση λέγεται ενέργεια, και επειδή η ανθρώπινη φύση είναι πονηρή, η θεία φύση θα είναι αγαθή». Και έτσι, όλα τα δημιουργήματα θα είναι πονηρά, και θα βγει ψεύτης εκείνος που είπε: «Και είδε ο Θεός όλα τα δημιουργήματά του, και να, όλα ήταν πολύ καλά». Εμείς όμως λέμε ότι οι άγιοι Πατέρες ονόμασαν την ανθρώπινη κίνηση σύμφωνα με τις υποκείμενες έννοιες με πολλούς τρόπους· την είπαν, δηλαδή, δύναμη, ενέργεια, διαφορά, κίνηση, ιδιότητα, ποιότητα και πάθος· δεν την αντιπαρέβαλαν με τη θεία κίνηση, αλλά την ονόμασαν δύναμη, επειδή συγκρατεί και μένει αναλλοίωτη· την είπαν ενέργεια, επειδή χαρακτηρίζει και φανερώνει την ομοιότητα που έχουν όλα τα ομοειδή· την είπαν διαφορά, επειδή ξεχωρίζει· την είπαν κίνηση, επειδή δείχνει· την είπαν ιδιότητα, επειδή είναι συστατική του εαυτού της και όχι άλλου· την είπαν ποιότητα, επειδή δείχνει το είδος· και την είπαν πάθος, επειδή μεταβάλλεται. Διότι όλα που προέρχονται από το Θεό και είναι μετά το Θεό μεταβάλλονται με την κίνηση, επειδή δεν κινούνται ούτε έχουν δύναμη από μόνα τους. Την ονόμασαν, λοιπόν, όπως είπαμε, όχι με αντιπαραβολή (στη θεία κίνηση), αλλά από τον σκοπό που τοποθέτησε μέσα της, με δημιουργικό τρόπο, αυτός που αποτελεί την αιτία της συστάσεως του κόσμου. Γι’ αυτό και την ονόμασαν με το όνομα ενέργεια που το εκφωνούν για το Θεό. Διότι αυτός που είπε: «Η καθεμία μορφή ενεργεί με τη συμμετοχή της άλλης», είπε ακριβώς το ίδιο μ’ αυτόν που είπε: «Και αφού έμεινε νηστικός σαράντα ημέρες, ύστερα πείνασε». Επέτρεψε στη φύση, όταν ήθελε, να ενεργεί τα δικά της. Τί θα πουν πάλι αυτοί που είπαν ότι έχει διαφορετική ενέργεια ή οι άλλοι ότι έχει διπλή ενέργεια ή οι άλλοι ότι έχει άλλη και άλλη ενέργεια; Διότι αυτά με τις αντωνυμίες φανερώνουν ότι οι ενέργειες είναι δύο· και πολλές φορές με τις αντωνυμίες δηλώνεται ο αριθμός, και με την έκφραση θείο και ανθρώπινο. Διότι η διαφορά είναι διαφορά αυτών που διαφέρουν· ενώ αυτά που δεν υπάρχουν, πώς θα διαφέρουν;

ΚΕΦ. 60 Απάντηση σ’ αυτούς που λένε: εάν ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις και δύο ενέργειες, πρέπει για το Χριστό να παραδεχθούμε τρεις φύσεις και άλλες τόσες ενέργειες.


Κεφάλαιο 60 
Απάντηση σ’ αυτούς που λένε: εάν ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις και δύο ενέργειες, πρέπει για το Χριστό να παραδεχθούμε τρεις φύσεις και άλλες τόσες ενέργειες.

Ο κάθε άνθρωπος χωριστά αποτελείται από δύο φύσεις, την ψυχή και το σώμα· επειδή τις διατηρεί αμετάβλητες στο πρόσωπό του, εύλογα λέγεται ότι έχει δύο φύσεις· διότι, και μετά την ένωση, διατηρεί τη φυσική ιδιότητα και της μιας και της άλλης. Πράγματι, ούτε το σώμα είναι αθάνατο αλλά θνητό, ούτε η ψυχή είναι θνητή αλλά αθάνατη· ούτε το σώμα είναι αόρατο ούτε η ψυχή ορατή με γυμνό μάτι· αλλά η μία είναι λογική, νοερή και ασώματη, ενώ το άλλο είναι υλικό, ορατό και χωρίς λογική. Και εφόσον αυτά που έχουν διαφορετική ουσία δεν ανήκουν σε μία φύση, είναι επόμενο η ψυχή και το σώμα να μην έχουν την ίδια ουσία. Και ακόμη· ο άνθρωπος είναι λογική θνητή ύπαρξη και κάθε κατάσταση χαρακτηρίζει τις φύσεις που υπάγονται σ’ αυτήν· δεν είναι επίσης το ίδιο πράγμα, σύμφωνα με τη φύση, το λογικό με το θνητό· επομένως, και ο άνθρωπος δεν θα έχει μία φύση, σύμφωνα με το παραπάνω κριτήρια που ορίσαμε. Αν πάλι λέμε ότι ο άνθρωπος έχει μία φύση, τότε χρησιμοποιούμε στο λόγο μας το όνομα «φύση» αντί για το όνομα «είδος»· διότι δεχόμαστε ότι άνθρωπος από άνθρωπο δεν διαφέρει σε κάποια φυσική διαφορά, αλλά όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια σύσταση, είναι σύνθετοι από ψυχή και σώμα και έχουν ο καθένας δύο φύσεις· επομένως, όλοι έχουν κοινό ορισμό. Και αυτό δεν είναι παράδοξο, καθώς ο μέγας Αθανάσιος, στο λόγο του γι’ αυτούς που βλασφημούν το Άγιο Πνεύμα, είπε ότι μία είναι η φύση όλων των γενητών, διότι είναι δημιουργήματα· το είπε ως εξής: «Είναι δυνατό να κατανοήσουμε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι πάνω από την κτίση και διαφορετικό από τη φύση των δημιουργημάτων, ιδιαίτερο όμως πρόσωπο της θεότητος». Διότι, καθετί που παρατηρείται από κοινού σε πολλά και δεν υπάρχει σ’ άλλο περισσότερο και σ’ άλλο λιγότερο, λέγεται ουσία. Επειδή, λοιπόν, κάθε άνθρωπος είναι σύνθετος από ψυχή και σώμα, γι’ αυτό λέμε ότι οι άνθρωποι έχουν μία φύση. Για την υπόσταση όμως του Κυρίου δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει μία φύση. Διότι οι φύσεις του διατηρούν και μετά την ένωσή τους η καθεμία τη φυσική της ιδιότητα και δεν μπορεί να βρεθεί είδος Χριστών. Επειδή δεν έγινε άλλος Χριστός από θεία και ανθρώπινη φύση, ο ίδιος και Θεός και άνθρωπος. Και ακόμη· δεν είναι το ίδιο λέγοντας «ένα» με βάση το είδος του ανθρώπου, και λέγοντας «ένα» με βάση την ουσία της ψυχής και του σώματος. Διότι το «ένα» με βάση το είδος του ανθρώπου, φανερώνει την ομοιότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων· ενώ το «ένα» με βάση την ουσία της ψυχής και του σώματος, καταστρέφει την ίδια την ύπαρξή τους οδηγώντας τα σε τέλεια ανυπαρξία· διότι ή το ένα θα μετατραπεί στην ουσία του άλλου, ή θα δημιουργηθεί ένα άλλο από άλλα και θα μεταβληθούν και τα δύο, ή θα παραμείνουν στα όριά τους και θα είναι δύο φύσεις· επειδή το σωματικό με το ασώματο δεν είναι το ίδιο σύμφωνα με την ουσία τους. Μολονότι λέμε, λοιπόν, για τον άνθρωπο μία φύση, όχι επειδή ταυτίζεται η ποιότητα της ψυχής και του σώματος αλλά επειδή είναι πανομοιότυπα τα άτομα που αναφέρονται στο είδος, δεν αρμόζει όμως να λέμε και για το Χριστό μία φύση, αφού δεν υπάρχει είδος που να περιέχει πολλές υποστάσεις. Ακόμη κάθε σύνθεση λέγεται ότι έχει γίνει από τα άμεσα συνθετικά της· δεν λέμε δηλαδή ότι το σπίτι αποτελείται από χώμα και νερό, αλλά από τούβλα και ξύλα. Επειδή είναι ανάγκη να λέμε ότι ο άνθρωπος αποτελείται από πέντε τουλάχιστον φύσεις, δηλαδή από τέσσερα στοιχεία και την ψυχή. Έτσι και για τον Κύριό μας Ιησού Χριστό δεν εξετάζουμε τα μέρη των μερών, αλλά αυτά που άμεσα ενώθηκαν, δηλαδή τη θεία και την ανθρώπινη φύση. Ακόμη, αν λέμε ότι ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις, θα αναγκασθούμε να πούμε ότι ο Χριστός έχει τρεις φύσεις, και εσείς με το να λέτε ότι ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις δογματίζετε ότι ο Χριστός έχει τρεις φύσεις· το ίδιο και για τις ενέργειες· διότι είναι αρμονικό η ενέργεια να συμβαδίζει με τη φύση. Ο θεολόγος Γρηγόριος μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος και λέγεται και έχει δύο φύσεις: «Δύο φύσεις πράγματι υπάρχουν, ο Θεός και ο άνθρωπος· επειδή υπάρχει ψυχή και σώμα». Και στο λόγο του για το βάπτισμα λέει τα εξής: «Επειδή εμείς είμαστε διττοί, από ψυχή και σώμα, και η μία φύση είναι ορατή ενώ η άλλη είναι αόρατη, διπλός είναι και ο καθαρισμός μας με το νερό και το Άγιο Πνεύμα».

ΚΕΦ. 61 Για το ότι έχει θεωθεί η φύση της σάρκας του Κυρίου και το θέλημά της.


Κεφάλαιο 61 
Για το ότι έχει θεωθεί η φύση της σάρκας του Κυρίου και το θέλημά της. 

 Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η σάρκα του Κυρίου δεν λέγεται ότι έχει θεωθεί εξαιτίας μεταβολής της φύσεως ή μετατροπής ή αλλοιώσεως ή συγχύσεως και ότι έγινε όμοια με το Θεό και Θεός η ίδια, όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος: «Απ’ αυτά το ένα θέωσε και το άλλο θεώθηκε, και τολμώ να το ονομάσω ομόθεο· και αυτό που έχρισε έγινε άνθρωπος, ενώ αυτό που χρίσθηκε έγινε Θεός». Αυτά δεν έγιναν με μεταβολή της φύσεως, αλλά με ένωση κατ’ οικονομία (Θεού)· εννοώ την υποστατική ένωση, σύμφωνα με την οποία ενώθηκε αδιάσπαστα με το Λόγο του Θεού· εννοώ την αλληλοπεριχώρηση των φύσεων, όπως συμβαίνει με την πυράκτωση του σιδήρου· διότι, όπως ομολογούμε την ενανθρώπηση χωρίς μεταβολή και μετατροπή, έτσι πιστεύουμε ότι έγινε και η θέωση της σάρκας. Ο Λόγος, δηλαδή, επειδή έγινε σάρκα, δεν βγήκε έξω από τα όρια της θεϊκής του φύσεως και από την θεοπρεπή του δόξα· ούτε όμως η σάρκα, επειδή θεώθηκε, άλλαξε τη δική της φύση και τα φυσικά της γνωρίσματα. Οι φύσεις, δηλαδή, και μετά την ένωσή τους έμειναν ασύγχυτες, και οι ιδιότητές τους απείραχτες. Η σάρκα του Κυρίου μάλιστα πλουτίστηκε με τις θείες ενέργειες, εξαιτίας της πλήρους ενώσεώς της με το Λόγο· χάρη, δηλαδή, στην υποστατική ένωση, χωρίς καθόλου να χάσει τα φυσικά της γνωρίσματα. Διότι, δεν ενεργούσε τα θεία σύμφωνα με τη δική της ενέργεια, αλλά χάρη στο Λόγο που ήταν ενωμένος μαζί της· καθώς ο Λόγος μέσω αυτής (της σάρκας) φανέρωνε την ενέργειά του. Όπως ο πυρακτωμένος σίδηρος καίει χωρίς να έχει αποκτήσει την καυστική ενέργεια με φυσική αιτία, αλλά εξαιτίας της ενώσεώς του με τη φωτιά. Η ίδια, λοιπόν, η σάρκα ήταν θνητή εξαιτίας του εαυτού της, αλλά και ζωοοποιά εξαιτίας της υποστατικής ενώσεώς της με το Λόγο. Παρόμοια λέμε και για τη θέωση του θελήματος· δεν άλλαξε η φυσική του κίνηση· αλλά, αφότου ενώθηκε με το θείο και παντοδύναμο θέλημα, έγινε το θέλημα του Θεού που ενανθρώπησε. Γι’ αυτό, όταν (το ανθρώπινο θέλημα) θέλησε να κρυφτεί, δεν τα κατάφερε· διότι ο Θεός Λόγος θέλησε να φανεί ότι πράγματι υπάρχει στον εαυτό του το αδύναμο ανθρώπινο θέλημα· όταν θέλησε, ενήργησε τον καθαρισμό του λεπρού, χάρη στην ένωση με το θείο θέλημα. Πρέπει να γνωρίζουμε ακόμη ότι η θέωση της φύσεως και της θελήσεως είναι εμφαντική και δεικτική και των δύο φύσεων και των δύο θελήσεων. Διότι όπως η πυράκτωση δεν μεταβάλλει σε φωτιά τη φύση αυτού που πυρακτώνεται, αλλά φανερώνει και αυτό που πυρακτώθηκε και αυτό που πυράκτωσε και δεν δηλώνει ένα πράγμα αλλά δύο, έτσι και η θέωση δεν δημιουργεί μία σύνθετη φύση, αλλά μία υποστατική ένωση δύο φύσεων. Λέει, λοιπόν, ο θεολόγος Γρηγόριος: «Απ’ αυτά το ένα θέωσε και το άλλο θεώθηκε»· με το να πει «απ’ αυτά» και «το ένα» και «το άλλο» φανέρωσε δύο φύσεις.

ΚΕΦ. 62 Και άλλα για τα θελήματα, για το αυτεξούσιο, για τις σκέψεις, τις γνώσεις και τις σοφίες.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 62 
Και άλλα για τα θελήματα, για το αυτεξούσιο, για τις σκέψεις, τις γνώσεις και τις σοφίες.

Αν ομολογήσουμε τον Χριστό τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, οπωσδήποτε θα του τα αποδώσουμε όλα τα γνωρίσματα της φύσεως και του Πατέρα και της μητέρας του· διότι έγινε άνθρωπος, για να κερδίσει αυτό που χάθηκε. Αυτός που όλα τα μπορεί είχε τη δυνατότητα να σώσει τον άνθρωπο από τον τύραννό του με την παντοδύναμη εξουσία και δύναμή του· ήταν όμως (η σάρκωσή του) το άλλοθι στον τύραννο, ότι νίκησε τον άνθρωπο αλλά υποδουλώθηκε από το Θεό. Επειδή, δηλαδή, ο συμπαθής και φιλάνθρωπος Θεός ήθελε να αναδείξει νικητή τον άνθρωπο που έπεσε, γίνεται άνθρωπος για να επαναφέρει στην αρχική κατάσταση το όμοιο με το όμοιο. Και κανείς δεν αντιλέγει ότι ο άνθρωπος είναι λογική και νοερή ύπαρξη. Πώς, λοιπόν, (ο Θεός) έγινε άνθρωπος, αν προσέλαβε άψυχη σάρκα ή ψυχή χωρίς νου; Διότι κάτι τέτοιο δεν είναι άνθρωπος. Και για ποιό λόγο να χαρούμε για την ενανθρώπηση, εάν αυτός που πρώτος έπαθε (ο Χριστός) δεν έχει σωθεί και δεν έχει ανανεωθεί και δυναμώσει με την ένωσή του με τη θεότητα; «Καθώς, ό,τι δεν έχει προσληφθεί, δεν θεραπεύεται κιόλας». Έτσι, λοιπόν, προσλαμβάνει όλο τον άνθρωπο και το πιο ωραίο μέρος της υπάρξεώς του που ασθένησε, ώστε να χαρίσει τη σωτηρία σε όλο (τον άνθρωπο). Νους, δηλαδή, χωρίς σοφία και γνώση δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει· εάν στερείται την ενέργεια και την κίνηση, τότε είναι και ανύπαρκτος. Επειδή ο Θεός Λόγος ήθελε ν’ ανακαινίσει το κατ’ εικόνα, γι’ αυτό έγινε άνθρωπος. Και τί άλλο είναι το κατ’ εικόνα, παρά ο νους; Άφησε, λοιπόν, το καλύτερο και πήρε το κατώτερο; Ναι, διότι ο νους βρίσκεται στο μεταίχμιο του Θεού και της σάρκας· με τη μία συγκατοικεί, ενώ του Θεού είναι εικόνα. Ο νους, λοιπόν, συνενώνεται με το νου· και ο νους συνδέει την καθαρότητα του Θεού με την υλικότητα του σώματος. Διότι, εάν ο Χριστός προσλάμβανε ψυχή χωρίς νου, τότε θα έπαιρνε ψυχή άλογου ζώου. Εφόσον μάλιστα είπε ο Ευαγγελιστής ότι ο Λόγος έγινε σάρκα, πρέπει να γνωρίζουμε ότι στην Αγία Γραφή ο άνθρωπος άλλοτε λέγεται ψυχή, όπως στο (χωρίο) «ο Ιακώβ εισήλθε στην Αίγυπτο με εβδομήντα πέντε ψυχές», και άλλοτε λέγεται σάρκα, όπως στο (χωρίο) «κάθε σάρκα θα γνωρίσει τη σωτηρία του Θεού». Ο Κύριος, λοιπόν, δεν έγινε άψυχη σάρκα ούτε ψυχή χωρίς νου, αλλά άνθρωπος. Το λέει και ο ίδιος: «Γιατί με χτυπάς, έναν άνθρωπο που σας λέει την αλήθεια;». Προσέλαβε, λοιπόν, σάρκα εμπλουτισμένη με λογική και νοερή ψυχή, η οποία κυβερνά τη σάρκα, αλλά την ίδια την εξουσιάζει η θεία φύση του Λόγου. (Ο Χριστός), λοιπόν, σαν Θεός και άνθρωπος, είχε με φυσικό τρόπο τη θέληση· αλλά η ανθρώπινη φύση του, χωρίς να κινείται αυτόνομα, ακολουθούσε και υποτασσόταν στο (θείο) θέλημά του· ήθελε όσα ήθελε και το θείο θέλημά του. Η θεία θέληση, δηλαδή, επέτρεπε στην ανθρώπινη να πάσχει με φυσικό τρόπο τα δικά της. Όταν, για παράδειγμα, ήθελε ν’ αποφύγει το θάνατο, η θεία του θέληση με φυσικό τρόπο θέλησε και παραχώρησε ν’ αποφύγει το θάνατο· γι’ αυτό ένιωσε αγωνία και δείλιασε. Και όταν η θεία θέληση θέλησε η ανθρώπινη θέλησή του να προτιμήσει το θάνατο, τότε δέχθηκε εκούσια το πάθος του. Διότι παράδωσε θεληματικά τον εαυτό του στο θάνατο όχι μόνο σαν Θεός, αλλά και σαν άνθρωπος· γι’ αυτό και μας χάρισε την τόλμη απέναντι στο θάνατο. Έτσι, λίγο πριν από το σωτήριο πάθος του, λέει: «Πατέρα μου, αν γίνεται, ας αποφύγω να πιω αυτό το (πικρό) ποτήρι»· είναι φανερό ότι σαν άνθρωπος και όχι σαν Θεός, πρόκειτο να πιεί αυτό το ποτήρι. Σαν άνθρωπος, λοιπόν, θέλει να το αποφύγει· αυτά τα λόγια δείχνουν τη δειλία της (ανθρωπίνης) φύσεως. «Παρ’ όλ’ αυτά όμως, ας μη γίνει το θέλημά μου», δηλαδή αυτό στο οποίο είμαι διαφορετικός από σένα στην ουσία (σαν άνθρωπος), «αλλά να γίνει το δικό σου», δηλαδή το δικό μου και δικό σου, διότι (σαν Θεός) είμαι ομοούσιος με σένα. Αυτά είναι λόγια τολμηρά. Προηγουμένως, δηλαδή, η ψυχή του Κυρίου αισθάνθηκε το φυσικό φόβο για το χωρισμό του σώματος· ένιωθε τη φυσική συμπάθεια προς το σώμα, καθώς έγινε πραγματικά άνθρωπος σύμφωνα με τη θέλησή του· αμέσως μετά, όμως, το θείο θέλημα της έδωσε δύναμη ν’ αψηφά το θάνατο. Επειδή, δηλαδή, ο ίδιος ήταν όλος Θεός μαζί με την ανθρώπινη φύση του και όλος άνθρωπος με τη θεία φύση του, αυτός σαν άνθρωπος έκανε στον εαυτό του το ανθρώπινο θέλημα να υπακούσει στο Θεό και Πατέρα. Έτσι, μας άφησε τον εαυτό του άριστο τύπο και παράδειγμα υπακοής στον Πατέρα. Το θείο μάλιστα και το ανθρώπινο θέλημά του (του Χριστού) επιθυμούσε ελεύθερα· καθώς κάθε λογική ύπαρξη έχει από τη φύση της αυτεξούσιο (ελεύθερο) θέλημα. Διότι, τί να το κάνει το λογικό, εάν δεν σκέφτεται ελεύθερα; Ο Δημιουργός, δηλαδή, έβαλε τη φυσική επιθυμία μέσα στα άλογα ζώα, για να τα οδηγεί στην αναπαραγωγή της φύσεώς τους· επειδή όμως στερούνται τη λογική, αδυνατούν να εξουσιάζουν και τα εξουσιάζει η φυσική επιθυμία. Γι’ αυτό, μόλις ανάψει η επιθυμία, αμέσως έρχεται και η ορμή για την εκπλήρωσή της· (τα άλογα ζώα) δεν κάνουν χρήση του λογικού ή της αποφάσεως ή της σκέψεως ή της κρίσεως. Κι έτσι ούτε επαινούνται για την αρετή τους ούτε τιμωρούνται για την κακία τους. Η λογική όμως φύση έχει βέβαια τη φυσική επιθυμία που την παρακινεί, αλλά, όσοι διατηρούν τη διαγωγή στα όρια της φύσεως, την κατευθύνουν και τη ρυθμίζουν με τη λογική. Το προσόν της λογικής είναι αυτό, η αυτεξούσια θέληση, την οποία την ονομάζουμε φυσική κίνηση του λογικού όντος. Γι’ αυτό την επαινούμε και μακαρίζουμε, όταν επιδιώκει την αρετή και την τιμωρούμε, όταν επιδιώκει την κακία. Επομένως, η ψυχή του Κυρίου ήθελε ελεύθερα· ήθελε βέβαια ελεύθερα αυτά που και η θεία θέλησή του επιθυμούσε αυτή να θέλει· ο Λόγος, δηλαδή, δεν κινούσε τη σάρκα του με νεύμα (σαν μαριονέτα) –αφού και ο Μωϋσής και όλοι οι Άγιοι με θείο νεύμα κινούνταν–, αλλά ο ίδιος όντας ένας, και Θεός και άνθρωπος, ήθελε σύμφωνα με τη θεία και ανθρώπινη θέλησή του. Έτσι, οι δύο θελήσεις του Κυρίου διέφεραν μεταξύ τους όχι στη γνώμη αλλά στη δυνατότητα της φύσεώς τους. Η θεία, δηλαδή, θέλησή του ήταν άναρχη και δημιουργός όλων, παντοδύναμη και απαθής· ενώ η ανθρώπινη θέλησή του είχε χρονική αφετηρία και είχε δεχθεί τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη· δεν ήταν παντοδύναμη στη φύση της, αλλά, επειδή έγινε φυσικά και πραγματικά θέληση του Θεού Λόγου, έγινε και παντοδύναμη.

ΚΕΦ. 63 Για τη θεανδρική ενέργεια.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 63 
Για τη θεανδρική ενέργεια.

Ο μακάριος Διονύσιος χαρακτηρίζει το Χριστό, «που έζησε μεταξύ μας. ως κάποια καινούργια θεανδρική ενέργεια»· χωρίς να αναιρεί τις φυσικές ενέργειες, λέει ότι από την ανθρώπινη και θεία ενέργεια προήλθε μία ενέργεια. Παρόμοια θα λέγαμε και για μία καινούργια φύση, που προήλθε από τη θεία και ανθρώπινη φύση· διότι, σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, «όσα έχουν μία ενέργεια, αυτά έχουν και μία ουσία». (Ο μακάριος Διονύσιος) ήθελε να δείξει τον καινούργιο και ανέκφραστο τρόπο της φανερώσεως των φυσικών ενεργειών του Χριστού με τον ανέκφραστο και πρόσφορο τρόπο της αλληλοπεριχωρήσεως των φύσεων του Χριστού· να δείξει την ξένη, παράδοξη και άγνωστη στη φύση μας ανθρώπινη ζωή του καθώς και τον τρόπο της αντιδόσεως (των ιδιοτήτων των φύσεων) στην ανέκφραστη ένωσή τους. Διότι οι ενέργειες δεν είναι χωρισμένες ούτε οι φύσεις ενεργούν ξεχωριστά, αλλά ενωμένα· καθεμία ενεργεί το ιδιαίτερο γνώρισμά της, συμμετέχοντας η μία στη ζωή της άλλης. Δεν ενεργούσε, δηλαδή, τα ανθρώπινα μόνο με ανθρώπινο τρόπο, διότι δεν ήταν απλός άνθρωπος· ούτε πάλι τα θεία μόνο με τρόπο θεϊκό, διότι δεν ήταν απλός άνθρωπος· αλλά ήταν μαζί και Θεός και άνθρωπος. Όπως δηλαδή γνωρίζουμε την ένωση των φύσεων και τη φυσική διαφορά τους, έτσι γνωρίζουμε και τη διαφορά των θελήσεων και ενεργειών των (δύο) φύσεων. Πρέπει να γνωρίζουμε, επίσης, ότι αναφερόμαστε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό άλλοτε σαν να πρόκειται για δύο φύσεις και άλλοτε σαν να πρόκειται για ένα πρόσωπο· και το ένα και το άλλο έχουν την ίδια έννοια. Διότι οι δύο φύσεις είναι ο ένας Χριστός, και ο ένας Χριστός είναι οι δύο φύσεις. Επομένως, είναι το ίδιο να πει κανείς: ο Χριστός ενεργεί με καθεμία από τις δύο φύσεις του ή ενεργεί κάθε φύση στο πρόσωπο του Χριστού με συμμετοχή στη ζωή της άλλης. Συμμετέχει, λοιπόν, η θεία φύση στη σάρκα που ενεργεί, επειδή η θεία θέληση τής επιτρέπει να πάσχει και να κάμει τα δικά της χαρακτηριστικά, και επειδή η ενέργεια της σάρκας του είναι οπωσδήποτε σωστική, διότι δεν αποτελεί μόνον ανθρώπινη ενέργεια αλλά και θεία συνέργεια. Η σάρκα πάλι του Λόγου συμμετέχει στη θεότητά του, επειδή το σώμα σαν όργανο εκτελεί τις θείες ενέργειες και επειδή ένας είναι αυτός που ενεργεί ταυτόχρονα με θεϊκό και ανθρώπινο τρόπο. Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι ο άγιος νους του (του Χριστού) ενεργεί και τις φυσικές του ενέργειες, με τη σκέψη και τη γνώση ότι είναι νους του Θεού και ότι όλη η κτίση τον προσκυνά· θυμάται τη διαμονή του πάνω στη γη και τα πάθη του, και συμμετέχει στη θεότητα του Λόγου που ενεργεί, διευθετεί και κυβερνά το παν. Σκέφτεται και γνωρίζει και κυβερνά όχι σαν απλός ανθρώπινος νους, αλλά σαν νους που ενώθηκε υποστατικά με το Θεό και έγινε νους του Θεού. Η θεανδρική ενέργεια, λοιπόν, φανερώνει το εξής, ότι όταν ο Θεός ανδρώθηκε, δηλαδή ενανθρώπησε, και η ανθρώπινη του ενέργεια έγινε θεία, δηλαδή θεωμένη και όχι αμέτοχη στη θεία του ενέργεια· και η θεία του ενέργεια πάλι δεν ήταν αμέτοχη στην ανθρώπινη ενέργειά του, αλλά η καθεμία συμμετείχε στην άλλη. Ο τρόπος αυτός λέγεται περίφραση, όταν δηλαδή κάποιος με μία λέξη περιλάβει δύο έννοιες. Διότι, όπως ακριβώς λέμε ότι το κομμένο κάψιμο και το καμένο κόψιμο του πυρακτωμένου μαχαιριού είναι ένα, και λέμε επίσης άλλη ενέργεια το κόψιμο και άλλη το κάψιμο, και το καθένα ανήκει σε διαφορετική φύση –το κάψιμο στη φωτιά ενώ το κόψιμο στο σίδηρο–, έτσι και όταν λέμε ότι η θεανδρική ενέργεια του Χριστού είναι μία, εννοούμε τις δύο ενέργειες των δύο φύσεών του, δηλαδή τη θεία ενέργεια που ανήκει στη θεότητά του και την ανθρώπινη που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση του.

ΚΕΦ. 64 Για τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 64 
Για τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη. 

Πιστεύουμε ακόμη ότι (ο Χριστός) πήρε όλα τα φυσικά και αδιάβλητα (άμεμπτα) πάθη του ανθρώπου. Διότι προσέλαβε όλο τον άνθρωπο καί όλα τα γνωρίσματα του ανθρώπου, εκτός από την αμαρτία. Διότι αυτή δεν είναι φυσικό πράγμα ούτε ο Δημιουργός την έσπειρε μέσα μας, αλλά την αποκτήσαμε θεληματικά με την επίδραση του διαβόλου στην προαίρεσή μας, χωρίς να κυριαρχεί πάνω μας με βία. Φυσικά και αδιάβλητα πάθη είναι αυτά που δεν εξαρτώνται από τη θέλησή μας· όσα εισήλθαν στην ανθρώπινη ζωή μας εξαιτίας της καταδίκης λόγω της παραβάσεώς μας· για παράδειγμα η πείνα, η δίψα, ο κόπος, ο πόνος, τα δάκρυα, η φθορά, η αποφυγή του θανάτου, η δειλία, η αγωνία (από την οποία προέρχονται οι ιδρώτες και οι θρόμβοι του αίματος), η βοήθεια από τους αγγέλους εξαιτίας της αδύναμης φύσεώς μας και τα παρόμοια, τα οποία υπάρχουν μέσα σε κάθε άνθρωπο από τη φύση του. Όλα, λοιπόν, τα προσέλαβε, για να τ’ αγιάσει όλα. Δοκίμασε τους πειρασμούς και νίκησε, για να κερδίσει τη νίκη για λογαριασμό μας· να δώσει τη δύναμη στη φύση μας να νικά τον αντίπαλο, ώστε η φύση που παλαιά με τις προσβολές του εχθρού νικήθηκε, με αυτές να νικήσει τον παλαιό αντίπαλο. Ο πονηρός, λοιπόν, του έκανε (του Χριστού) επίθεση απέξω, όχι με λογισμούς, όπως ακριβώς και στον Αδάμ· και σ’ εκείνον επιτέθηκε όχι με λογισμούς, αλλά μέσω του φιδιού. Ο Κύριος βέβαια απέκρουσε την επίθεση και τη διέλυσε σαν καπνό, ώστε τα πάθη που τον προσέβαλαν και τα κατανίκησε, να γίνουν κι από μας ευκολονίκητα και έτσι ο νέος Αδάμ (ο Χριστός) να σώσει πάλι τον παλαιό (Αδάμ). Οπωσδήποτε τα φυσικά μας πάθη στο πρόσωπο του Χριστού ήταν σύμφωνα με τη φύση και πάνω απ’ αυτήν. Κινούνταν σύμφωνα με τη φύση μέσα του, όταν επέτρεπε στη σάρκα να παθαίνει τα δικά της. Κινούνταν πάλι πάνω από τη φύση, όταν τα φυσικά δεν προηγούνταν από τη θέληση του Κυρίου. Διότι σ’ αυτόν δεν υπήρχε καμιά αναγκαιότητα, αλλά όλα ήταν θεληματικά· ήθελε και πείνασε, ήθελε και δίψασε, ήθελε και δείλιασε, ήθελε και πέθανε.

ΚΕΦ. 65 Για την άγνοια και τη δουλεία.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 65 
Για την άγνοια και τη δουλεία.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι (ο Χριστός) προσέλαβε φύση την οποία διακρίνει η άγνοια και η δουλικότητα· διότι η ανθρώπινη φύση είναι δούλη του Θεού που την έπλασε και αγνοεί τα μέλλοντα. Σύμφωνα με το Γρηγόριο το θεολόγο, «εάν ξεχωρίσεις αυτό που βλέπουμε απ’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε με το νου», η σάρκα είναι δούλη και έχει άγνοια· αλλά, η ψυχή του Κυρίου, χάρη στην ταύτισή της με την υπόστασή του και την πλήρη ένωση μαζί του, έγινε πολύ πλούσια από τη γνώση των μελλόντων, όπως και από τις υπόλοιπες θεοσημίες. Διότι, όπως η σάρκα των ανθρώπων σύμφωνα με τη φύση της δεν είναι ζωοποιά, ενώ η σάρκα του Κυρίου, επειδή ενώθηκε υποστατικά με το Θεό Λόγο, δεν έχασε τη φυσική της θνητότητα, αλλά έγινε ζωοποιός εξαιτίας της υποστατικής ενώσεως με το Λόγο· και δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν ήταν και είναι πάντοτε ζωοοποιός. Έτσι, λοιπόν, η ανθρώπινη φύση δεν έχει αποκτήσει από τη φύση της τη γνώση των μελλόντων, ενώ η ψυχή του Κυρίου εξαιτίας της ενώσεώς της με το Θεό Λόγο και την υποστατική ταύτιση έγινε πολύ πλούσια, όπως προανέφερα, στις υπόλοιπες θεοσημείες και στη γνώση για τα μέλλοντα. Πρέπει, επίσης, να γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε (τον Χριστό) ούτε δούλο να τον λέμε· διότι τα ονόματα «δούλος» ή «δεσπότης» δεν είναι γνωρίσματα της φύσεως, αλλά των σχέσεων, όπως τα ονόματα «πατέρας» ή «υιός». Αυτά δηλαδή δεν δείχνουν την ουσία αλλά τις σχέσεις. Όπως ακριβώς είπαμε για την άγνοια ότι, εάν διακρίνεις το κτιστό από το άκτιστο με αμυδρές ιδέες, δηλαδή με λεπτές φαντασίες του νου, τότε η σάρκα θα ήταν δούλη του Θεού, εάν δεν ενώνονταν με το Θεό Λόγο· αφού όμως ενώθηκε υποστατικά, πώς θα είναι δούλη; Επειδή, δηλαδή, ο Χριστός είναι ένας, δεν μπορεί να είναι και δούλος του εαυτού του και Κύριος· διότι αυτά δεν είναι από αυτά που λέγονται απλοϊκά, αλλά σχετικά με κάτι άλλο. Ποιανού δούλος, λοιπόν, θα είναι; Του Πατέρα; Καλά! Αλλά, όλα όσα έχει ο Πατέρας, δεν είναι και του Υιού; Εάν, λοιπόν, είναι δούλος του Πατέρα, δεν είναι καθόλου του εαυτού του. Και πώς, εάν ο ίδιος είναι δούλος, λέει ο απόστολος για μας: «ώστε δεν είναι καθόλου δούλος, αλλά υιός», και αυτός μας υιοθέτησε; Λέγεται επομένως δούλος προσηγορικά, χωρίς ο ίδιος να είναι αυτό, αλλά πήρε τη μορφή του δούλου για χάρη μας και ονομάσθηκε μαζί μας δούλος. Όντας απαθής, δουλώθηκε στα πάθη για μας και διακόνησε τη δική μας σωτηρία. Όσοι τον ονομάζουν δούλο χωρίζουν τον ένα Χριστό σε δύο, όπως έκανε ο Νεστόριος. Εμείς όμως τον λέμε Δεσπότη και Κύριο όλης της κτίσεως· είναι ο ένας Χριστός, ο ίδιος Θεός και άνθρωπος ταυτόχρονα, ο οποίος τα γνωρίζει όλα· «διότι αυτός κατέχει όλους τους απόκρυφους θησαυρούς της σοφίας και της γνώσεως».

ΚΕΦ. 66 Για την προκοπή.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 66 
Για την προκοπή. 

Λέγεται μάλιστα ότι (ο Χριστός) πρόκοβε «στη σοφία, τη σωματική ανάπτυξη και τη χάρη»· μεγάλωνε στο σώμα, και με τη σωματική αύξηση φανέρωνε τη σοφία που είχε μέσα του. Ακόμη, έκαμε δική την προκοπή των ανθρώπων στη σοφία και χάρη και εκπλήρωνε το θέλημα του Πατέρα του, που ήταν να οδηγήσει τους ανθρώπους στη γνώση του Θεού και τη σωτηρία· όλα τα δικά μας τα έκανε δικά του. Αυτοί όμως που λένε ότι πρόκοβε στη σοφία και τη χάρη, και εννοούν ότι αυτά (σοφία και χάρη) τα δεχόταν προσθετικά, υποστηρίζουν ότι η ένωση δεν έγινε από την πρώτη αρχή της σαρκώσεως ούτε δέχονται την υποστατική ένωση· ακολουθούν τον ματαιόδοξο Νεστόριο και τερατολογούν για ελλιπή ένωση και φανταστική ενσάρκωση, «αγνοώντας και τί λένε και τι υποστηρίζουν». Διότι, αν η σάρκα ενώθηκε αληθινά με το Θεό Λόγο από την πρώτη στιγμή της υπάρξεώς της, ή καλύτερα, αν απόκτησε υπάρξη μέσα του και είχε τη δική υποστατική ταυτότητα, για ποιό λόγο να μη γίνει πολύ πλούσια σε κάθε σοφία και χάρη; Όχι επειδή η ίδια συμμετείχε στη χάρη, ούτε επειδή χαριστικά μετείχε στο Λόγο, αλλά περισσότερο, χάρη στην υποστατική ένωση των ανθρωπίνων και θείων γνωρισμάτων του ενός Χριστού, επειδή ο ίδιος ήταν μαζί και Θεός και άνθρωπος, πήγαζε στον κόσμο τη χάρη, τη σοφία και την πληρότητα όλων των αγαθών.

ΚΕΦ. 67 Για τη δειλία.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 67 
Για τη δειλία. 

Το όνομα «δειλία» έχει διπλή έννοια. Υπάρχει δηλαδή, φυσική δειλία, όταν η ψυχή δεν θέλει ν’ αποχωριστεί το σώμα, επειδή ο Δημιουργός από την αρχή έβαλε μέσα της τη φυσική συμπάθεια και οικειότητα (προς το σώμα), και γι’ αυτό είναι στη φύση της να φοβάται, να αγωνιά και να ζητεί ν’ αποφύγει το θάνατο. Ο ορισμός της είναι: «Φυσική δειλία είναι η δύναμη άμυνας του όντος, όταν φοβάται». Διότι, αν όλα προήλθαν από το Δημιουργό, από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, τότε έχουν από τη φύση τους την επιθυμία να ζήσουν και όχι το αντίθετο. Χαρακτηριστικό μάλιστα της φύσεώς τους είναι η ορμή προς τα τα συστατικά τους. Και ο Θεός Λόγος, λοιπόν, επειδή έγινε άνθρωπος, είχε αυτή την επιθυμία (της ζωής)· παρουσίαζε την ορμή προς τα συστατικά της φύσεώς του, έχοντας την επιθυμία της βρώσεως, της πόσεως και του ύπνου. Δοκίμασε αυτά με φυσικό τρόπο και παρουσίασε την ορμή προς τα φθαρτά, όπως στην περίπτωση του πάθους του εκδήλωσε θεληματικά την αποστροφή του προς το θάνατο. Διότι, αν και τα γεγονότα συνέβαιναν σύμφωνα με τη φύση, όμως δεν ήταν αναγκαστικά για μας· διότι δέχθηκε με τη θέλησή του τα γνωρίσματα της ανθρωπίνης φύσεως. Επομένως, η ίδια η δειλία, ο φόβος και η αγωνία ανήκουν στα φυσικά και αδιάβλητα (άμεμπτα) πάθη, τα οποία δεν υπάγονται στην αμαρτία. Είναι ακόμη δειλία αυτή που προξενείται από την εγκατάλειψη των σκέψεών μας, την απιστία και την άγνοια της ώρας του θανάτου, όπως όταν τη νύχτα φοβόμαστε, όταν ακούμε κάποιο κρότο. Αυτή η δειλία είναι αφύσικη, και την ορίζουμε ως εξής: «Αφύσικη δειλία είναι αδικαιολόγητος φόβος». Ο Κύριος αυτήν δεν την είχε· γι’ αυτό ποτέ δεν δείλιασε, παρά μόνον την ώρα του πάθους του, αν και για λόγους οικονομίας πολλές φορές παρουσιαζόταν φοβισμένος· διότι γνώριζε την ώρα του θανάτου. Ότι πραγματικά (ο Κύριος) δείλιασε, το λέει ο μέγας Αθανάσιος στο λόγο του ενάντια στον Απολινάριο: «Γι’ αυτό ο Κύριος έλεγε· «τώρα η ψυχή μου έχει ταραχθεί». Και το «τώρα» αυτό σημαίνει, ότι θέλησε· και δείχνει κάτι που υπάρχει· διότι δεν θα ανέφερε σαν παρόν κάτι που δεν υπάρχει, διότι τα λόγια θα ήταν του αέρα (φαινομενικά). Όλα, δηλαδή, γίνονταν πραγματικά και αληθινά». Και παρακάτω λέει: «Με κανένα τρόπο η θεότητα δεν δέχεται το πάθος χωριστά από το πάσχον σώμα· ούτε παρουσιάζει ταραχή και λύπη χωριστά από τη λυπημένη και ταραγμένη ψυχή· ούτε έχει αγωνία και προσεύχεται χωριστά από το νου που αγωνιά και προσεύχεται· αλλά, κι αν ακόμη δεν συνέβαιναν τα γεγονότα δίχως την ήττα της φύσεως, θα γινόταν σίγουρα με την παρουσία της υπάρξεώς της». Η φράση «δεν συνέβαιναν τα γεγονότα δίχως την ήττα της φύσεως», σημαίνει ότι υπέμεινε αυτά με τη θέλησή της.

ΚΕΦ. 68 Για την προσευχή του Κυρίου.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 68 
Για την προσευχή του Κυρίου. 

Προσευχή είναι η ανάβαση του νου προς το Θεό ή η ζήτηση από το Θεό των αναγκαίων. Πώς, λοιπόν, ο Κύριος προσευχόταν για το Λάζαρο ή στην περίπτωση του πάθους του; Διότι ο άγιος νου του δεν είχε ανάγκη ν’ ανέβει προς το Θεό, εφόσον ήταν υποστατικά ενωμένος με το Θεό Λόγο, ούτε χρειαζόταν να ζητήσει κάτι –διότι ο Χριστός είναι ένας–· προσευχόταν όμως, επειδή έκανε δικό του το δικό μας πρόσωπο και προσάρμοζε τον εαυτό του στο δικό μας τύπο· γινόταν για μας παράδειγμα και μας δίδασκε να ζητάμε από το Θεό και ν’ απευθυνόμαστε σ’ αυτόν· και με τον άγιο νου του μας έδειχνε το δρόμο για την ανάβαση μας προς το Θεό. Όπως, δηλαδή, υπέμεινε τα πάθη χαρίζοντας σε μάς την νίκη εναντίον τους, κατά παρόμοιο τρόπο και προσεύχεται, ανοίγοντας, όπως είπα, το δρόμο για την ανάβασή μας προς το Θεό· πλήρωσε για χάρη μας κάθε χρέος, όπως είπε στον Ιωάννη, και μας συμφιλίωσε με τον Πατέρα του, τον οποίο τιμά και προβάλλει ως αρχή και αίτιο του εαυτού του, και δείχνει ότι δεν είναι αντίθετός του. Διότι, όταν έλεγε στο Λάζαρο: «Πατέρα μου, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Εγώ βέβαια γνώριζα ότι πάντοτε μ’ ακούς, αλλά το είπα για τον λαό που παρίσταται, ώστε να γνωρίζουν ότι είμαι ο απεσταλμένος σου»· μ’ αυτά τα λόγια δεν καθιστούσε ολοφάνερο ότι αυτά τα είπε, επειδή τιμούσε τον Πατέρα του ως αρχή και αιτία της υπάρξεώς του και επειδή ήθελε να δείξει ότι δεν είναι αντίθετος με το Θεό; Και όταν έλεγε: «Πατέρα μου, εάν είναι δυνατόν, ας μη δοκιμάσω αυτό το ποτήρι· όμως ας μη γίνει όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ θέλεις», δεν είναι ολοφάνερο ότι μας διδάσκει στους πειρασμούς να ζητάμε βοήθεια μόνο από το Θεό και να προτιμάμε το θείο θέλημα από το δικό μας; Δεν δείχνει ακόμη ότι πράγματι έκανε δικά του τα γνωρίσματα της φύσεώς μας και ότι αληθινά απέκτησε δύο φυσικά θελήματα και αντίστοιχα των φύσεών του, αλλά όχι αντίθετα; «Πατέρα μου, εάν είναι δυνατόν»», λέει· το λέει σαν ομοούσιος, όχι επειδή έχει άγνοια –διότι τί είναι αδύνατο στο Θεό;–, αλλά μας παιδαγωγεί να προτιμάμε το θείο και όχι το δικό μας θέλημα· διότι αδύνατο είναι μόνον ό,τι ο Θεός δεν θέλει, και ούτε το επιτρέπει. «Όμως, ας μη γίνει όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ»· ως Θεός, δηλαδή, έχει τον ίδιο το σκοπό με τον Πατέρα, ενώ ως άνθρωπος παρουσιάζει με την ανθρώπινη φύση του το ανθρώπινο θέλημα· διότι αυτό (το ανθρώπινο θέλημα) ζητεί από τη φύση του ν’ αποφύγει το θάνατο. Η φράση πάλι «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» δείχνει ότι έκανε δικό του το δικό μας πρόσωπο. Διότι, ούτε ο Πατέρας είναι Θεός του, εκτός εάν συγκαταλεχθεί μεταξύ μας, αφού πρώτα αυτό που βλέπουμε χωριστεί από το νόημα του με αμυδρές φαντασίες του νου· ούτε πάλι εκείνος αποχωρίστηκε από τη θεότητά του, αλλά εμείς ήμασταν οι εγκαταλειμένοι και περιφρονημένοι. Επομένως, έκανε αυτή την προσευχή διότι έκανε δική του τη φύση μας.

ΚΕΦ. 69 Για την οικείωση.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 69 
Για την οικείωση. 

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν δύο οικειώσεις· μία φυσική και πραγματική, και μία προσωπική και σχετική. Φυσική και πραγματική είναι αυτή κατά την οποία ο Κύριός μας από φιλανθρωπία ανέλαβε τη φύση μας και όλα τα σχετικά γνωρίσματά της, και έγινε στ’ αλήθεια άνθρωπος και απόκτησε πείρα των φυσικών.

Προσωπική και σχετική είναι, όταν κάποιος υποδύεται το πρόσωπο του άλλου από συμπάθεια, εννοώ ευσπλαγχνία ή αγάπη, και λέει λόγια για χάρη του, που καθόλου δεν του αρμόζουν.

Εξαιτίας αυτής (ο Χριστός) οικειοποιήθηκε την κατάρα, την εγκατάλειψή μας και τα παρόμοια, τα οποία δεν ανήκουν στη φύση, και ούτε ήταν δικά του ή τ’ απόκτησε, αλλά τα πήρε επειδή αποδέχθηκε το πρόσωπό μας και τάχθηκε μαζί μας.

Αυτή την έννοια έχει και η φράση «έγινε για μας κατάρα».

ΚΕΦ. 70 Για το πάθος του σώματος του Κυρίου και για την απάθεια της θείας φύσεώς του.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 70 
Για το πάθος του σώματος του Κυρίου και για την απάθεια της θείας φύσεώς του.

Ο ίδιος, λοιπόν, ο Θεός Λόγος τα υπέφερε όλα με τη σάρκα, ενώ η θεία και μόνη απαθής φύση του έμεινε απείραχτη. Διότι ο ένας Χριστός που είχε ενώσει στο πρόσωπό του τη θεία και ανθρώπινη φύση, όντας και Θεός και άνθρωπος, όταν έπασχε, έπασχε η παθητή φύση του, ενώ η απαθής (φύση) δεν συμμετείχε στο πάθος. Η ψυχή, δηλαδή, επειδή είναι παθητή, όταν το σώμα κόβεται, η ίδια, αν και δεν κόβεται, πονάει και υποφέρει μαζί με το σώμα. Αντίθετα, η θεότητα, επειδή είναι απαθής, δεν υπέφερε μαζί με το σώμα. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, λέμε ότι ο Θεός έπαθε με σάρκα, σε καμία όμως περίπτωση δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε με σάρκα ή ο Θεός έπαθε μέσω της σάρκας. Όπως όταν ο ήλιος φωτίζει ένα δένδρο και μια αξίνα κόβει το δένδρο, αλλά ο ήλιος παραμένει άτμητος και απαθής, πολύ περισσότερο η απαθής θεότητα του Λόγου, που είναι ενωμένη υποστατικά με τη σάρκα, όταν η σάρκα υποφέρει, αυτή μένει απαθής. Και όπως, όταν κάποιος χύνει νερό σε πυρακτωμένο σίδερο, αυτό παθαίνει ό,τι από τη φύση τού προκαλεί το νερό (εννοώ, ότι η φωτιά σβήνει), αλλά ο σίδερος παραμένει αβλαβής (διότι το νερό δεν μπορεί από τη φύση του να τον βλάψει), πολύ περισσότερο όταν πάσχει η σάρκα, η μόνη απαθής θεότητα δεν δέχεται το πάθος, αν και είναι αχώριστη απ’ αυτήν (τη σάρκα)· δεν είναι ανάγκη βέβαια τα παραδείγματα να προσεγγίζουν τέλεια και χωρίς ψεγάδι. Διότι πρέπει να διαπιστώνουμε στα παραδείγματα και την ομοιότητα και τη διαφορά· αλλιώς, δεν θα ήταν παράδειγμα. Αυτό που είναι απολύτως όμοιο, είναι το ίδιο και όχι παράδειγμα, και μάλιστα σχετικά με τα θεία. Είναι αδύνατο βρεθεί παράδειγμα όμοιο σε όλα, και στη θεολογία και στο σχέδιο της θείας οικονομίας.

ΚΕΦ. 71 Για το ότι η θεότητα του Λόγου παρέμεινε αχώριστη από την ψυχή και το σώμα και στο θάνατο του Κυρίου, και ότι η υπόσταση παρέμεινε μία.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 71 
Για το ότι η θεότητα του Λόγου παρέμεινε αχώριστη από την ψυχή και το σώμα και στο θάνατο του Κυρίου, και ότι η υπόσταση παρέμεινε μία.

Επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήταν αναμάρτητος –«διότι δεν έκαμε αμαρτία, αυτός που σηκώνει τις αμαρτίες του κόσμου, ούτε είχε δολιότητα στο στόμα του»– δεν επρόκειτο να γνωρίσει θάνατο, διότι ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο με την αμαρτία. Πεθαίνει όμως, διότι αναδέχεται το θάνατο για χάρη μας και προσφέρει τον εαυτό του θυσία στον Πατέρα του για μας. Διότι αμαρτήσαμε απέναντι στον Πατέρα και έτσι αυτός έπρεπε να δεχθεί το λύτρο μας, για να ελευθερωθούμε από την καταδίκη μας· διότι δεν ήταν δυνατό ο τύραννος (διάβολος) να δεχθεί το αίμα του Δεσπότου. Πλησιάζει, λοιπόν, ο θάνατος και αφού κατάπιε το δόλωμα του σώματος με το αγκίστρι της θεότητος, σουβλίζεται· αφού γεύτηκε το αναμάρτητο και ζωοποιό σώμα, εξοντώνεται και ελευθερώνει όλους αυτούς που παλαιά είχε καταπιεί. Όπως ακριβώς το σκοτάδι διαλύεται με την εμφάνιση του φωτός, έτσι και η φθορά με την έλευση της ζωής χάνεται, και η ζωή επικρατεί παντού, ενώ η φθορά μένει σ’ αυτόν που την προξενεί. Αν και πέθανε σαν άνθρωπος και η αγία του ψυχή χωρίστηκε από το αμόλυντο σώμα του, η θεότητά του όμως παρέμεινε αχώριστη και από τα δύο, εννοώ τη ψυχή και το σώμα, και έτσι ούτε η μία υπόστασή του διαιρέθηκε σε δύο υποστάσεις. Διότι και το σώμα και η ψυχή συγχρόνως από την αρχή απέκτησαν την ύπαρξή τους μέσα στην υπόσταση του Λόγου· και με το θάνατο, αν και χωρίστηκαν μεταξύ τους, το καθένα απ’ αυτά έμεινε στην μία υπόσταση του Λόγου. Επομένως, η μία υπόσταση του Λόγου αποτελούσε την υπόσταση της ψυχής και του σώματος του Λόγου. Διότι ποτέ η ψυχή ούτε το σώμα είχαν ξεχωριστή υπόσταση εκτός από την υπόσταση του Λόγου· η υπόσταση του Λόγου πάντοτε ήταν μία, και ποτέ δύο. Επομένως, πάντοτε η υπόσταση του Χριστού είναι μία. Διότι, αν και η ψυχή είχε χωριστεί τοπικά από το σώμα, παρ’ όλ’ αυτά ήταν ενωμένη υποστατικά με το Λόγο.

ΚΕΦ. 72 Για τη φθορά και τη διαφθορά.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 72 
Για τη φθορά και τη διαφθορά. 

Η λέξη φθορά έχει δύο σημασίες. Σημαίνει πρώτα τα ανθρώπινα πάθη· δηλαδή την πείνα, τη δίψα, τον κόπο, το τρύπημα από τα καρφιά, το θάνατο, το χωρισμό δηλαδή της ψυχής από το σώμα και τα παρόμοια. Σύμφωνα μ’ αυτή την σημασία λέμε φθαρτό το σώμα του Κυρίου· διότι όλα αυτά τα ανέλαβε με τη θέλησή του. Φθορά επίσης σημαίνει και την τέλεια διάλυση και εξαφάνιση του σώματος στα στοιχεία από τα οποία συντίθεται· πολλοί αυτήν την ονομάζουν διαφθορά. Το σώμα του Κυρίου αυτή τη διαφθορά δεν την γεύθηκε, όπως λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Δεν θ’ αφήσεις την ψυχή μου στον άδη, ούτε θα επιτρέψεις ο όσιός σου να γνωρίσει τη διαφθορά». Είναι λοιπόν ασέβεια να λέμε, σύμφωνα με τη γνώμη του άφρονα Ιουλιανού και του Γαϊανού, ότι το σώμα του Κυρίου πριν από την ανάσταση είναι άφθαρτο με την πρώτη σημασία της λέξεως φθορά. Διότι εάν είναι άφθαρτο, δεν είναι όμοιο στην ουσία με το δικό μας· αντίθετα μάλιστα, όλα όσα αναφέρει το Ευαγγέλιο είναι φανταστικά και όχι πραγματικά, όπως η πείνα, η δίψα, τα καρφιά, η λόγχευση της πλευράς, ο θάνατος. Αν όμως ήταν φανταστικά, τότε το μυστήριο της οικονομίας είναι απάτη και θέατρο και (ο Θεός) έγινε άνθρωπος κατά φαντασία και όχι πραγματικά· επίσης, φαινομενικά και όχι αληθινά έχουμε σωθεί. Μακριά όμως από μας τέτοια βλασφημία! Κι αυτοί που τα λένε ας στερηθούν τη σωτηρία. Εμείς όμως κερδίσαμε και θ’ απολαύσουμε την αληθινή σωτηρία. Σύμφωνα όμως με τη δεύτερη σημασία της λέξεως φθορά, ομολογούμε, σύμφωνα με την πίστη που μας παράδωσαν οι θεοφόροι Πατέρες, ότι το σώμα του Κυρίου είναι άφθαρτο, δηλαδή αδιάφθορο. Και μετά όμως την ανάσταση του Σωτήρα από τους νεκρούς λέμε ότι το σώμα του Κυρίου, και σύμφωνα με την πρώτη σημασία (της φθοράς), είναι άφθαρτο. Διότι ο Κύριος με το δικό του σώμα χάρισε και στο δικό μας σώμα την ανάσταση και την μετέπειτα αφθαρσία· διότι Αυτός έγινε για χάρη μας η πρώτη αρχή της αναστάσεώς μας, της αφθαρσίας μας και της απαθείας μας. Το λέει ο θείος Απόστολος: «πρέπει το φθαρτό να ντυθεί με την αφθαρσία».

ΚΕΦ. 73 Για την κάθοδο στον Άδη.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 73 
Για την κάθοδο στον Άδη. 

 Η θεωμένη ψυχή του (Χριστού) κατεβαίνει στον άδη, ώστε, όπως ο ήλιος της δικαιοσύνης ανέτειλε για τους ζωντανούς, έτσι να λάμψει και το φως στους πεθαμένους που βρίσκονται στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου. Όπως έφερε στους ζωντανούς το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης, τη λύτρωση από την αιχμαλωσία (του διαβόλου) και το φως στους τυφλούς, και έγινε σε όσους τον πιστεύουν η αιτία της αιώνιας σωτηρίας, ενώ στους άπιστους αιτία καταδίκης, έτσι να συμβεί και στους ένοικους του Άδη· «ώστε και τα επουράνια και τα επίγεια και τα υπόγεια να πέσουν στα γόνατα να τον προσκυνήσουν». Επομένως, αφού ελευθέρωσε από τα δεσμά τους προαιώνια νεκρούς, αμέσως αναστήθηκε από τους νεκρούς και άνοιξε για μας το δρόμο της αναστάσεως.

ΚΕΦ. 74 Για τα μετά την ανάσταση.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 74 
Για τα μετά την ανάσταση.

Μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς άφησε κατά μέρος όλα τα πάθη, εννοώ τη φθορά, την πείνα, τη δίψα, τον ύπνο, την κούραση και τα παρόμοια. Διότι, αν και δοκίμασε τροφή μετά την ανάσταση, δεν τη δοκίμασε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους –αφού δεν πεινούσε–, αλλά επειδή ήθελε να βεβαιώσει την αλήθεια της αναστάσεως με τον τρόπο της οικονομίας του, ότι δηλαδή η ίδια η σάρκα του είναι που έπαθε και αναστήθηκε· δεν άφησε κατά μέρος κανένα από τα μέρη της φύσεώς του, ούτε το σώμα ούτε την ψυχή, αλλά έχει και το σώμα και την ψυχή λογική και νοερή, με θέληση και ενέργεια· και έτσι κάθεται στα δεξιά του Πατέρα του, θέλοντας με θεϊκό και ανθρώπινο τρόπο τη σωτηρία μας και ενεργώντας με θεϊκό τρόπο την πρόνοια, τη συντήρηση και κυβέρνηση όλων· θυμάται με ανθρώπινο τρόπο τη διαμονή του πάνω στη γη, ενώ βλέπει και γνωρίζει ότι όλη η λογική κτίση τον προσκυνά. Διότι η αγία του ψυχή γνωρίζει ότι έχει ενωθεί υποστατικά με το Θεό Λόγο και ότι προσκυνείται μαζί του ως ψυχή του Θεού και όχι ως απλή ψυχή. Και η ανάβαση από τη γη στον ουρανό και η κατάβαση του πάλι είναι ενέργειες του περιορισμένου σώματος. Λέει (ο άγγελος) «έτσι πάλι θα έλθει προς εσάς, με τον τρόπο που τον είδατε να ανεβαίνει στον ουρανό».

ΚΕΦ. 75 Για το ότι κάθεται στα δεξιά του Πατέρα του.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 75 
Για το ότι κάθεται στα δεξιά του Πατέρα του.

Λέμε ότι ο Χριστός έχει καθίσει με το σώμα του στα δεξιά του Θεού και Πατέρα του, αλλά δεν εννοούμε τη δεξιά του Πατέρα ως τόπο. Διότι, πώς ο απερίγραπτος (Θεός) θα είναι δεξιά ενός τόπου;

Τό «δεξιά» και «αριστερά» ανήκουν στα περιορισμένα όντα. Λέγοντας «δεξιά του Πατέρα», εννοούμε τη δόξα και την τιμή της θεότητος, στην οποία ενώ ήταν προαιώνια ο Υιός του Θεού, σαν ομοούσιος με το Θεό Πατέρα του, τους έσχατους καιρούς σαρκώθηκε και κάθησε (στην ίδια δόξα) με το σώμα, αφού και η σάρκα του δοξάστηκε μαζί· και όλη η κτίση τον προσκυνά μαζί με τη σάρκα με την ίδια προσκύνηση.

ΚΕΦ. 76 Εάν ο Χριστός έχει δύο φύσεις


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 76 
Εάν ο Χριστός έχει δύο φύσεις

Σ’ αυτούς που μας λένε ότι, εάν ο Χριστός έχει δύο φύσεις, τότε συμβαίνει ένα από τα δύο: ή λατρεύετε και την κτίση, προσκυνώντας την κτιστή φύση, ή θεωρείτε ότι μία φύση πρέπει να προσκυνείται και μία δεν πρέπει. 

Προσκυνούμε τον Υιό του Θεού μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα· πριν από την ενανθρώπηση βέβαια (τον προσκυνούμε) ασώματο, ενώ τώρα τον ίδιο σαρκωμένο και ολοκληρωμένο άνθρωπο μαζί με τη θεότητά του.

 Η σάρκα του βέβαια, σε ό,τι αφορά στη φύση της, αν αφαιρέσεις με ισχυρή φαντασία το φαινόμενο από το νοούμενο, σαν κτίσμα που είναι δεν προσκυνείται· επειδή όμως ενώθηκε με το Θεό Λόγο, εξαιτίας του και στο πρόσωπό του προσκυνείται.

 Διότι, όπως ο βασιλιάς, είτε γυμνός είναι είτε ντυμένος, προσκυνείται· και η πορφύρα, σαν απλή πορφύρα την πατάμε και την πετάμε, αλλά μόλις γίνει ένδυμα του βασιλιά της αποδίδουμε τιμές και δόξες, ενώ, αν κάποιος την περιφρονήσει, καταδικάζεται συνήθως σε θάνατο· το ίδιο, όπως κάποιος μπορεί να πιάσει ένα απλό ξύλο, αλλά αν ενωθεί με τη φωτιά και γίνει κάρβουνο, όχι εξαιτίας της φύσεώς του αλλά εξαιτίας της ενωμένης μαζί του φωτιάς, τότε γίνεται απλησίαστο· και δεν είναι απλησίαστη η φύση του ξύλου, αλλά το κάρβουνο, δηλαδή το πυρωμένο ξύλο· έτσι και η σάρκα, σύμφωνα με τη φύση της, δεν είναι από μόνη της άξια προσκυνήσεως· τήν προσκυνάμε όμως όχι για χάρη της, αλλά χάρη στο σαρκωμένο Θεό Λόγο, το Θεό Λόγο που ενώθηκε υποστατικά μαζί της. Και δεν λέμε ότι προσκυνάμε απλή σάρκα, αλλά τη σάρκα του Θεού, το Θεό δηλαδή που σαρκώθηκε.

ΚΕΦ. 77 Γιατί έγινε άνθρωπος ο Υιός και όχι ο Πατέρας ή το Άγιο Πνεύμα και τί πέτυχε με την ενανθρώπησή του.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 77 
Γιατί έγινε άνθρωπος ο Υιός και όχι ο Πατέρας ή το Άγιο Πνεύμα και τί πέτυχε με την ενανθρώπησή του. 

Ο Πατέρας είναι Πατέρας και όχι Υιός. Ο Υιός είναι Υιός και όχι Πατέρας. Το Πνεύμα είναι Άγιο Πνεύμα και όχι Πατέρας ή Υιός· διότι η ιδιότητα δεν αλλάζει. Και πώς θα ήταν προσωπική ιδιότητα, εάν άλλαζε και μεταβαλόταν; Γι’ αυτό ο Υιός του Θεού γίνεται υιός ανθρώπου, για να παραμένει αμετάβλητη η ιδιότητα· όντας Υιός του Θεού έγινε και υιός ανθρώπου, με τη σάρκωσή του από την Αγία Παρθένο, και δεν έχασε την προσωπική του ιδιότητα. Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να χαρίσει στον άνθρωπο αυτό για το οποίο τον έπλασε· διότι τον έκαμε σύμφωνα με τη δική Του εικόνα, να έχει νου, να είναι αυτεξούσιος και όμοιος μαζί Του, δηλαδή τέλειος στις αρετές, όσο είναι εφικτό στην ανθρώπινη φύση· διότι αυτές υπάρχουν σαν γνωρίσματα της θείας φύσεως· δηλαδή, η αμεριμνησία, η αταραξία, η ακεραιότητα, η αγαθωσύνη, η σοφία, η δικαιοσύνη, η απαλλαγή από κάθε κακία. Αφού, λοιπόν, έπλασε τον άνθρωπο σε κοινωνία μαζί Του –«διότι τον έπλασε με σκοπό να μείνει άφθαρτος»–, τον οδήγησε με την κοινωνία της φύσεώς του στην αφθαρσία. Επειδή όμως με την παράβαση της εντολής μαυρίσαμε και ξεθωριάσαμε τα γνωρίσματα της θείας εικόνος και πέφτοντας στην κακία αποξενωθήκαμε από την επαφή μας με το Θεό –«διότι ποιά επικοινωνία υπάρχει του φωτός με το σκοτάδι;»–, βρεθήκαμε έξω από την ζωή και υποκύψαμε στη φθορά του θανάτου. Επειδή μας μετάδωσε το καλύτερο και δεν το διατηρήσαμε, μετέχει ο ίδιος στο χειρότερο, εννοώ τη φύση μας, ώστε στο πρόσωπό του και μέσω του εαυτού του να ανανεώσει το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση· να μας διδάξει την ενάρετη ζωή και μέσω του εαυτού του να την καταστήσει για μας εύκολη να τη διαβούμε· με την κοινωνία της δικής του ζωής να μας ελευθερώσει από τη φθορά και να γίνει η πρώτη αρχή της αναστάσεώς μας· να ξανακατασκευάσει το άχρηστο και θρυμματισμένο σκεύος, για να μας ελευθερώσει από την τυραννία του διαβόλου, αφού μας κάλεσε στη θεογνωσία· να μας ενδυναμώσει και εκπαιδεύσει με την υπομονή και την ταπείνωση να καταπολεμάμε τον τύραννο. Η δαιμονική, λοιπόν, θρησκεία καταργήθηκε· η δημιουργία εξαγιάστηκε με το θείο αίμα· οι βωμοί και οι ναοί των ειδώλων καταστράφηκαν, η θεογνωσία φυτεύθηκε, η ομοούσια Τριάδα και άκτιστη θεότητα, ο ένας Θεός και Κύριος, ο δημιουργός του σύμπαντος, είναι αυτός που λατρεύεται· οι αρετές καλλιεργούνται, η ανάσταση του Χριστού μας έδωσε ως δώρο την ελπίδα της αναστάσεως, οι δαίμονες τρέμουν τους ανθρώπους που πριν τους είχαν υποχείριους· και το πιο θαυμαστό, όλα αυτά τα κατόρθωσαν ο σταυρός, τα πάθη και ο θάνατος. Σ’ όλη τη γη το Ευαγγέλιο της θείας γνώσεως κηρύχθηκε χωρίς να νικήσει τους εχθρούς με πόλεμο, με όπλα και στρατό· αλλά, λίγοι αδύνατοι, αγράμματοι, κυνηγημένοι, βασανισμένοι, με κίνδυνο της ζωής τους κήρυξαν τον σταυρωμένο και θανατωμένο στη σάρκα (Χριστό) και κατατρόπωσαν τους σοφούς και ισχυρούς· διότι η πανίσχυρη δύναμη του σταυρωμένου τους συνόδευε πάντοτε. Ο θάνατος, που πρωτύτερα προκαλούσε πάρα πολύ φόβο, νικήθηκε και προτιμάται τώρα από τη ζωή αυτός που πριν ήταν αποκρουστικός και μισητός. Αυτά είναι τα κατορθώματα της παρουσίας του Χριστού, τα γνωρίσματα της δυνάμεώς του. Δεν μας έσωσε όπως με τον Μωϋσή που, διαιρώντας τη θάλασσα, έβγαλε ένα λαό από την Αίγυπτο και τη δουλεία του Φαραώ, αλλά καλύτερα, έσωσε όλη την ανθρωπότητα από τη φθορά του θανάτου και από τον σκληρό δυνάστη της αμαρτίας· δεν μας οδήγησε με τη βία στην αρετή, δεν σκέπασε με χώμα ούτε μας έκαψε με τη φωτιά ούτε έδωσε εντολή να πετροβολούν τους αμαρτωλούς, αλλά με πραότητα και μακροθυμία, πείθει τους ανθρώπους να εκλέγουν την αρετή και να συναγωνίζονται στους κόπους γι’ αυτήν και να ευχαριστούνται. Διότι προηγουμένως, όταν αμάρταναν, βασανιζόταν και ακόμη προσηλώνονταν στην αμαρτία, και αυτή ήταν ο θεός τους· τώρα όμως προτιμούν για χάρη της ευσέβειας και της αρετής τα βασανιστήρια, τις στρεβλώσεις και το θάνατο. Εύγε, Χριστέ, Λόγε του Θεού, σοφία και δύναμη και παντοκράτορα Θεέ! Τί να σου ανταποδώσουμε, εμείς οι φτωχούληδες, για όλα αυτά; Δικά σου είναι όλα, και τίποτε δεν ζητάς από μας παρά μόνον τη σωτηρία μας· ο ίδιος μας τη χαρίζεις και, από την ανέκφραστη καλωσύνη σου, αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς που τη δέχονται! Σε σένα ανήκει η ευγνωμοσύνη, που μας χαρίζεις την ύπαρξη και την αληθινή ζωή· ακόμη κι όταν απομακρυνθήκαμε απ’ αυτήν, μας επανέφερες με την ανέκφραστη συγκατάβασή σου.

ΚΕΦ. 78 Απάντηση σε όσους ρωτούν τί είναι η υπόσταση του Χριστού, κτιστή ή άκτιστη.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 78 
Απάντηση σε όσους ρωτούν τί είναι η υπόσταση του Χριστού, κτιστή ή άκτιστη.

Η υπόσταση του Θεού Λόγου πριν από τη σάρκωσή του ήταν απλή, ασύνθετη, ασώματη και άκτιστη· όταν όμως σαρκώθηκε, έγινε και υπόσταση της σάρκας· έτσι έγινε σύνθετη υπόσταση, από τη θεότητα την οποία είχε πάντοτε, και από τη σάρκα, την οποία προσέλαβε. Έχει τα γνωρίσματα των δύο φύσεων, επειδή γίνεται γνωστή με δύο φύσεις. Επομένως, η ίδια είναι μία άκτιστη υπόσταση στη θεία φύση και κτιστή στην ανθρώπινη, ορατή και αόρατη. Διαφορετικά, αναγκαζόμαστε ή να χωρίσουμε τον ένα Χριστό λέγοντας δύο τις υποστάσεις του, ή ν’ αρνηθούμε τη διαφορά των φύσεων και να διδάσκουμε μετατροπή και σύγχυση των φύσεων.

ΚΕΦ. 79 Για το πότε ονομάσθηκε Χριστός.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 79 
Για το πότε ονομάσθηκε Χριστός. 

Ο νους δεν ενώθηκε με το Θεό Λόγο πριν από τη σάρκωσή του από την Παρθένο και από τότε ονομάσθηκε Χριστός, όπως ορισμένοι ψεύδονται. Αυτό το ατόπημα ανήκει στις φλυαρίες του Ωριγένη, ο οποίος δογμάτισε προΰπαρξη των ψυχών. Εμείς όμως ομολογούμε ότι ο Υιός και Λόγος έγινε και ονομάσθηκε Χριστός από τότε που συλλήφθηκε μέσα στην κοιλία της αγίας Αειπαρθένου και πήρε σάρκα απ’ αυτήν χωρίς μετατροπή και η σάρκα χρίσθηκε με τη θεότητα· όπως λέει ο θεολόγος Γρηγόριος, «αυτή είναι η χρίση της ανθρωπίνης φύσεως». Και ο ιερότατος Κύριλλος Αλεξανδρείας, γράφοντας στο βασιλέα Θεοδόσιο, του λέει τα εξής: «Εγώ νομίζω ότι δεν πρέπει να ονομάζεται Ιησούς Χριστός ούτε ο Θεός Λόγος χωρίς την ανθρώπινη φύση, ούτε όμως «ο ναός» (το κατοικητήριο) που γεννήθηκε από την γυναίκα χωρίς να έχει ενωθεί με το Λόγο· διότι Χριστός θεωρείται ο Λόγος του Θεού που είναι ενωμένος με απόρρητο τρόπο με τον άνθρωπο και σύμφωνα με το σχέδιο της θείας οικονομίας». Και προς τις βασίλισσες έτσι είπε: «Μερικοί λένε ότι το όνομα Χριστός αρμόζει στο Λόγο που γεννήθηκε από το Θεό Πατέρα, που νοείται και υπάρχει μόνος και ξεχωριστά. Εμείς όμως δεν διδαχθήκαμε να πιστεύουμε και να λέμε αυτά· διότι, όταν ο Λόγος σαρκώθηκε, τότε λέμε ότι και ονομάσθηκε αυτός Ιησούς Χριστός. Επειδή δηλαδή χρίσθηκε με το έλαιο της αγαλλιάσεως, δηλαδή από το Θεό Πατέρα με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και ονομάζεται Χριστός. Και κανείς απ’ αυτούς που σκέφτονται συνετά δεν θα διστάσει να πει ότι η χρίση αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση. Και ο ονομαστός σε όλους Αθανάσιος, στο λόγο του για τη Επιφάνεια του Σωτήρος, κάπως έτσι λέει: «Ο προαιώνιος Θεός, πρίν από την ένσαρκη παρουσία του, δεν ήταν άνθρωπος, αλλά Θεός κοντά στο Θεό, αόρατος και απαθής· όταν όμως έγινε άνθρωπος, δέχεται το όνομα Χριστός εξαιτίας της σαρκώσεως, επειδή το όνομα αυτό το ακολουθεί το πάθος και ο θάνατος». Αν και η Αγία Γραφή λέει, «γι’ αυτό σε έχρισε ο Θεός Πατέρας σου με λάδι αγαλλιάσεως», πρέπει να γνωρίζουμε ότι πολλές φορές η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί παρελθόντα χρόνο αντί του μέλλοντος, όπως στη φράση «μετά απ’ αυτά φανερώθηκε στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους»· διότι, όταν λεγόταν αυτά, ο Θεός δεν είχε φανεί ακόμη ούτε συναναστραφεί με τους ανθρώπους· το ίδιο και η φράση «καθήσαμε και κλάψαμε εκεί, στα ποτάμια της Βαβυλώνας»· και αυτά δεν είχαν γίνει ακόμη.

ΚΕΦ. 80 Απάντηση σ’ αυτούς που ρωτούν, εάν η αγία Θεοτόκος γέννησε δύο φύσεις, και εάν δύο φύσεις κρεμάσθηκαν πάνω στο σταυρό.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 80 
Απάντηση σ’ αυτούς που ρωτούν, εάν η αγία Θεοτόκος γέννησε δύο φύσεις, και εάν δύο φύσεις κρεμάσθηκαν πάνω στο σταυρό. 

Χαρακτηριστικό της φύσεως είναι το αγένητο και το γενητό, που γράφονται μ’ ένα «ν», που δείχνουν το άκτιστο και το κτιστό· το αγέννητο και το γεννητό, δηλαδή η γέννηση και η μη γέννηση, που γράφονται με δύο «ν», δεν είναι χαρακτηριστικά της φύσεως αλλά της υποστάσεως. Η θεία φύση λοιπόν είναι αγένητη (με ένα «ν»), δηλαδή άκτιστη, ενώ όλα τα μετέπειτα από τη θεία φύση είναι γενητά (με ένα «ν»), δηλαδή κτιστά. Και στη θεία και άκτιστη φύση το αγέννητο βέβαια θεωρείται στον Πατέρα –διότι δεν γεννήθηκε–, ενώ το γεννητό στον Υιό –διότι γεννήθηκε προαιώνια από τον Πατέρα–, ενώ το εκπορευτό θεωρείται στο Άγιο Πνεύμα. Και από κάθε είδος ζώων τα πρώτα είναι αγέννητα, όχι όμως αγένητα (άκτιστα)· διότι ο Δημιουργός τα έπλασε, δεν γεννήθηκαν από όμοιά τους ζώα. Καθώς η γένεση είναι δημιουργία, ενώ η γέννηση στο Θεό είναι η προέλευση του ομοουσίου Υιού από μόνο τον Πατέρα· ενώ στα κτίσματα η προέλευση από την ομοούσια υπόσταση γίνεται από τη συνάφεια του αρσενικού με το θηλυκό. Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι η γέννηση δεν ανήκει στη φύση αλλά στην υπόσταση. Διότι, αν ανήκε στη φύση, δεν θα είχαμε στην ίδια φύση και το γεννητό και το αγέννητο. Επομένως, η αγία Θεοτόκος γέννησε υπόσταση που την γνωρίζουμε με δύο φύσεις, με τη θεία φύση που γεννήθηκε προαιώνια από τον Πατέρα και με την ανθρώπινη, που τους έσχατους καιρούς σαρκώθηκε μέσα της και γεννήθηκε με σάρκα. Εάν αυτοί που ρωτούν υπαινίσσονταν ότι αυτός που γεννήθηκε από την αγία Θεοτόκο είναι δύο φύσεις, θ’ απαντήσουμε· ναι, είναι δύο φύσεις: «διότι ο ίδιος είναι και Θεός και άνθρωπος». Το ίδιο και για τη σταύρωση, την ανάσταση και την ανάληψη· δεν είναι αυτά χαρακτηριστικά της φύσεως, αλλά της υποστάσεως. Ο Χριστός, λοιπόν, ενώ είναι με δύο φύσεις, έπαθε με τη παθητή φύση και σταυρώθηκε· διότι κρεμάσθηκε στο σταυρό με τη σάρκα και όχι με τη θεότητα. Επειδή θα πουν σε μας, που τους ρωτάμε: Δύο φύσεις πέθαναν; Όχι, θ’ απαντήσουμε. Δεν σταυρώθηκαν, λοιπόν, ούτε δύο φύσεις, αλλά γεννήθηκε ο Χριστός, δηλαδή ο Λόγος του Θεού, που πήρε σάρκα· γεννήθηκε με τη σάρκα, σταυρώθηκε με τη σάρκα, έπαθε με τη σάρκα, πέθανε με τη σάρκα, ενώ η θεότητά του έμεινε απαθής.